Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουλίου 2025


Οι λάροι υψούνται ενίοτε με τους μονοτόνους κρωγμούς των μέχρι των επάλξεων σχεδόν του ερήμου τούτου Κάστρου, και πάλιν με τον κοπτερόν εκείνον δρόμον των καταπίπτουσι μέχρι της επιφανείας της θαλάσσης, ποιούντες κύκλους πυκνούς και ταχείς ως οι δερβίσσαι εκείνοι οι ορχούμενοι.

Στον καταγάλανο ουρανό δεν υπήρχε ούτε ένα συννεφάκι και η ατμόσφαιρα ήταν τόσο διαυγής που επάνω στα βράχια του Κάστρου φαίνονταν οι πέτρες που γυάλιζαν και ένα κενό παράθυρο στα ερείπια, που άνοιγε στο γαλάζιο του ουρανού ανάμεσα στον κισσό που το περιέβαλε σαν γιρλάντα.

Τι κάθε π' όρμαε στο πορτί αγνάντια να ξεκόψει κι' ως κάτου απ' τους ορθόστεκους να καταφύγει πύργους, 195 μπας κι' οι δικοί του απάνωθες με σαϊτιές βοηθήσουν, γλήγορα ο άλλος πρόφταινε μπροστά και τον γυρνούσε κατά τον κάμπο, κι' έτρεχε μεριά του κάστρου ο ίδιος.

Οι θησαυροί των Βενετών, των Τούρκων, τα λάφυρα των Ελλήνων κλεφτών, όσοι είχον πατήσει κατά καιρούς τον πόδα εις την μικράν νήσον, την γενομένην πολλάκις ορμητήριον πολέμων και εκστρατειών και ούσαν αληθή δρόμον μεταξύ Κασσάνδρας, Ολύμπου και Άσπρης Θάλασσας, εφημίζοντο πόρρωθεν ως κεκρυμμένοι εις άγνωστα άντρα και υπόγεια του Κάστρου και όλης της νήσου.

Και θα έρθει μια μέρα που θα μου στείλεις ανθρώπους και θα ζητάς να γίνεις δούλα μου.» «Μπα! και ποιόν θα παντρευτείς; Τον Βαρόνο του Κάστρου;» «Θα παντρευτώ ζωντανό εγώ και όχι πεθαμένο.

Βλέποντας το πλήθος των φώτων που κινούνταν κι οπώρχουνταν κατ' απάνω με σάλαγο και με χλαλοή οι άγρυπνοι του κάστρου φυλαχτάδες, νοιώθουν πως οι Αλαμανοί χούμησαν να τους πατήσουν κράζουνε στ’ άρματα το λαό, κ' οι πολεμιστάδες τετραπάνωτοι πλακώνουν κι αραδιάζονται αρματωμένοι κι ακράτητοι απάνω στες τάπιες.

Ας γίνει όμως το θέλημα του Θεού και ας προχωρήσουμε. Να που ανοίγει ξαφνικά η κοιλάδα και στην απότομη κορυφή ενός λόφου, όμοιου με έναν τεράστιο σωρό από χαλάσματα, εμφανίζονται τα ερείπια του Κάστρου.

Και όταν ο παιδονόμος ο αγριάνθρωπος, έσπευσε να τον συλλάβη, ο Μανώλης ευρέθη αίφνης μέσα εις μίαν ζυμωτικήν σκάφην, απομακρυνόμενος του λιμένος του Κάστρου και πλέων προς το Διαπόρτι άφοβα. — Τι να το κάμω; τι να το κάμω; Έκλαιε και ωδύρετο η μητέρα του η χήρα η Αλτανού, η θαλασσοκαμένη χήρα, της οποίας τόσον εμαύρισε την μανδήλαν και την καρδίαν η αχόρταστος θάλασσα.

Συνέχιζε όμως ν’ απλώνει την κουβέρτα και σαν να σταματούσε λίγο για να παρατηρήσει το τοπίο στα δεξιά και το τοπίο στα αριστερά, και τα δυο μελαγχολικά όμορφα, με την αμμώδη πεδιάδα να την διασχίζει το ποτάμι, με σειρές από λεύκες, με χαμηλές σκλήθρες, με βουρλοτόπια και φλόμους, με την εκκλησία μαυρισμένη από τα βάτα, το παλιό νεκροταφείο χορταριασμένο και μέσα στο πράσινο να ασπρίζουν σαν μαργαρίτες τα κόκαλα των νεκρών, και στο βάθος ο λόφος με τα ερείπια του Κάστρου.

Με όλον το ξεχιόνισμα, το οποίον εννοεί τις πόσον ατελώς ενηργείτο, επάτουν ενίοτε σφαλερώς, κ' εχώνοντο ως το γόνυ και ως τον μηρόν εις την χιόνα. Επλησίαζε μεσάνυκτα, όταν έφθασαν υπό την γέφυραν του Κάστρου, μισοπνιγμένοι, παγωμένοι, αλμυροί από θάλασσαν και λευκοί από χιόνα, μελανιασμένοι τα χείλη, αλλά θερμοί την καρδίαν.

Λέξη Της Ημέρας

πολύτεχνες

Άλλοι Ψάχνουν