United States or Ukraine ? Vote for the TOP Country of the Week !


« Την άλλη μέρα κίνησα » Πήγατο Καρπενήσι. » Βλέπω του Μουσταφά-πασσά » Της Σκύδρας να ασπρίζουν » Πυκναίς σκηναίςτο Κάρλελι. » Προστάζω και χωρίζουν » Οι άλλοι μου οι σύντροφοι, » Να πάγουνετη Βρύση

Ακούοντας έτσι ευθύς εμίσευσα από αυτόν, και ύστερον από ολίγην ώραν, ηύρα τον δεύτερον γέροντα· ετούτος εφαίνονταν νεώτερος από τον άλλον, και τότε άρχιζαν να ασπρίζουν τα μαλλιά του, ώστε που ημπορούσε να νομισθή υιός του πρώτου και όχι μεγαλύτερός του. Τον ερώτησα και αυτόν ωσάν τον άλλον, αν ήξευρε ποίος εκατασκεύασεν εκείνο το χαμαϊλί.

Δεν ήτο ληστής πλέον ο αίφνης εμφανισθείς εν μέσω της αγρίας εκείνης ερημίας, αλλά μάλλον ο δασοφύλαξ, άνθρωπος της βασιλικής χωροφυλακής. Η Γερακούλα επανήλθεν εις τα λογικά της. — Κορίτσια είνε εκείνα που ασπρίζουντο ρέμα; ερωτά ο ληστής υποτρέμων. Ήδη νέα φόβου εικών σχηματίζεται εν τη γυναικεία φαντασία της Γερακούλας. Η ερώτησις αύτη της παριστάνει τον ξένον κακόν και άγριον.

Νεράιδες είνε εκεί κάτω ς' το ρέμα που ασπρίζουν; Ερώτησε πάλιν ο ληστής. Τώρα μόλις ανέλαμψεν η φωτεινή ακτίς της θείας προνοίας εν τη ψυχή της Γερακούλας. Είδεν ότι είχεν ενώπιόν της δειλόν άνθρωπον και ήτο πλέον πρόχειρος ο τρόπος ν' αποκρούση την συνάντησιν αυτού μετά των θυγατέρων της.

Η εύμορφαις νησιώτισσαις και η νησοτοπούλαις πλύνουν, ασπρίζουν, τακτοποιούν, σαρόνουν του χωριδίου τους οικίσκους. Λάμπουν τα χιόνιατα βουνά της Ευβοίας τ' αντικρυνά. Η ψαροπούλαις έρχονται η μια κοντάτην άλλην. Αράζουν. Ησυχάζουν. Θ' αναπαυθούν. Θα κοιμηθούν. Οι χωρικοί, χαρούμενοι, εμβαίνουν εις την κώμην, να ξεκουρασθούν, να ξυρισθούν, να λουσθούν.

Συνέχιζε όμως ν’ απλώνει την κουβέρτα και σαν να σταματούσε λίγο για να παρατηρήσει το τοπίο στα δεξιά και το τοπίο στα αριστερά, και τα δυο μελαγχολικά όμορφα, με την αμμώδη πεδιάδα να την διασχίζει το ποτάμι, με σειρές από λεύκες, με χαμηλές σκλήθρες, με βουρλοτόπια και φλόμους, με την εκκλησία μαυρισμένη από τα βάτα, το παλιό νεκροταφείο χορταριασμένο και μέσα στο πράσινο να ασπρίζουν σαν μαργαρίτες τα κόκαλα των νεκρών, και στο βάθος ο λόφος με τα ερείπια του Κάστρου.

Κι' η ωμορφιαίς της λάμπουνε, κι' αστράφτουν 'στό κορμί της Αράδες τ' ασημόκουμπα κι' αράδες τα γιουρτάνια, Και 'ςτά καθάρια τα νερά τα πόδια της ασπρίζουν Σαν νάναι με τριαντάφυλλα και γάλα ζυμωμένα. Περνούν εκείθε πιστικοί και κυνηγοί διαβαίνουν, Κι' άλλοι την λεν Λιογέννητη, άλλοι την λεν Νεράιδα.

τα παγωμένα αθέρια Λάμπουν χρυσά τ' αστέρια, Καιτο φεγγάρι που έτοιμο να βασιλέψη σκύβει Πέρατου Βάλτου τα βουνάπου καταχνιά τα κρύβειΑσπρίζουν του Ζυγού η κορφαίς η χιονοσκεπασμέναις, 'Σάν νάν' 'ψηλά φαντάσματα, 'ψηλαίς καμαρωμέναις Ως 'ς τ' άστρα, λες κι' απόκρυφα μ' αυτά συνομιλούνε. Ανάρηα-ανάρηα τα Ζυγά την Πούλια ακολουθούνε Και περασμένη τη 'μισή τη νύχτα σημαδεύουν.

Αλλ' ο κόσμος ο αμαθής και ακατήχητος που να εμβαθύνη εις τα τοιαύτα! Αλλά τα χρόνια περνούν. Ασπρίζουν και τα μαύρα μαλλιά. Και ο καπετάν- Μαμμής κουρασμένος και χηρευάμενος πλέον, γέρων, ποδαλγός, έπεσεν εις το στρώμα να ξαποστάση. Και λέγει εις τον υιόν του, τον μοναχογυιόν του, τον Μοναχάκην. — Να σε ιδώ, βρε!

Η Μπαμπέττα ησθάνετο σαν να είχε εις την καρδιά της βάρος, που εγίνετο όλο και βαρύτερον· ήτο η ενοχή προς τον Ρούντυ, ενοχή προς τον Θεόν· αιφνιδίως έμεινεν εγκαταλελειμμένη· τα ενδύματά της ήσαν ξεσχισμένα από τα αγκάθια, τα μαλλιά της άρχισαν ν' ασπρίζουν, εν τη οδύνη της εκύτταξε προς τα επάνω και είδε εις το χείλος του βράχου τον Ρούντυ.