United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Ο πάτερας σου ήτανε ταχυδρόμος και εγώ ταχυδρομικός σκύλος» είπεν ο Αγιόλας· «επηγαίναμε με την ταχυδρομικήν άμαξαν εκείθε και εδώθε και γνωρίζω και σκύλους και ανθρώπους πέρα από το βουνό. Δεν ήτο δουλειά μου να λέγω πολλά· τώρα όμως θα σου 'πω κάτι περισσότερον από άλλοτε, επειδή επί μακρόν χρόνον βέβαια δεν θα ομιλήσωμεν ο ένας εις τον άλλον.

Του μύρισ' ο Καλύβαςτης Αλαμάνας τα νερά. Του Βακογιάννη ο ίσκιος Είναι βαρύς, θανατερός κι' όποιος περάση εκείθε Σκοτάδι κι' αποκάρωμα. θα τώμαθε και μένει Ναρθή με τον Ομέρπασα.

Και πριν αρχήση ο πόλεμος, θυμήσου, ο Ησαΐας Να βγη ψηλάτο ξέφαντο κ' εκείθε να κηρύξη Το φοβερόν τον όρκο μας, για να γνωρίση ο κόσμος Ότι το ράσο του παπά κ' η μίτρα του Δεσπότη θα γένουν Χάρου φλάμπουρο και σκιάχτρο και σκοτάδι Και κατασάρκι μελανό στην Άγια Τράπεζά μας, Όσο σ' αυτά τα χώματα δαφνοστεφανωμένη Η Βουλωμένη εκκλησιά το μέτωπο δε δείξη.

Μα και το Μεσολόγγι Κρύφτειτα μετερίζια του, 'σάν σε σπηληαίς, ξεφτέρια. Και κάπουκάπου ακούγονται και κανονιώνε βόγγοι. Τώρα το κύμα είνε τρανό, είνε βαρειά η μαυρίλα· Το Μεσολόγγι είνε μικρό. Εκείθε ανατριχίλα. Κ' εδώθε φόβος πλημμυρεί κ' ελπίδα την καρδιά.

Τράβα να πάμε προς εκεί: αν είνε Τούρκ' ή φίλοι Θα τους ιδούμε από μακρά. — Γυρνάει το καΐκι Κι' αυτός το σπρώχνει προς εκεί. Μεριάζει από τα φύκη, Κ' έρχεταιτην ακρογιαλιά, και τα κουπιά μαζώνει. Βλέπουν εκείθετο γιαλό άνθρωπο να σιμώνη, Και τ' άσπρο το μαντύλι του κουνώντας τους φωνάζει: — Παιδιά! Αν είστε χριστιανοί, ελάτε· μη σας σκιάζει Η παρουσία μου εδώ.

Μα δε γύρισα να δω. Πήγαινα μόνο πέρα δώθε κι άκουγα την κρατητή, φοβερή αναπνοή, που φαινότανε σα να έβγαινε από μεγάλον και μου ξέσχιζε την ψυχή. Τότε άκουσα μια κραυγή της γυναικός μου κ' έστριψα εκείθε. Ο Σβεν είχε ανοίξει το μάτι κ' είδε το ρόδο. Κι άπλωσε το χέρι προς το άνθος, το πήρε, σα να ήθελε να δη το ρόδο για τελευταία φορά, μα το άφησε να πέση πάλι στο μαξιλάρι.

Κυνηγώντας, κυνηγώντας θα βγήκαν εκείθε. — Μπορεί, είπεν ο ψαράς. Μπορεί, γιατί πήραν και ζαϊρέ μαζί τους. Ίσια με το δειλινό, άκουα τουφεκιές πέρα κατά τις καλαμιές. Αν δε βγήκαν ακόμα, και τους βρήκε αυτή η διαολοαντάρα, θεός να γλύση μονάχα. — Ε! τι καταχνιά είν' αυτούνη, έκαμε ο μηχανικός. Ίσα με δυο ώρες και πέφτει, ξαστερόνει.

Σέλλωσε τ' άλογό μου, Το μαύρο πούναι γλήγορο και νυχτομαθημένο. Πέρ' απ' τον κάμπο θα διαβώ και πέρ' απ' το ποτάμι, Θα ν' ανεβώ μέσ' 'ςτό βουνό, τα δάση θα περάσω Που κυνηγώ, θε να ριχτώ 'ςτό μέγα μονοπάτι, Θα πέσω κάτω απ' το ραϊδιό, κ' εκείθε λάκα-λάκα Θε να κατέβω ταις σπηλιαίς της ποταμιάς να πιάσω.

« Μ' είδαν...Χαλνούν ταις τάξεις των » Φεύγουνε σκορπισμένοι. » Καιένα λόφο κλείσθηκαν, » Κ' εκείθε 'ξεφαντώνουν. » Αρχίζει πάλι η σφαγή. » Η σπάθαις μας σκοτώνουν » Χίλιους τρακόσιους, οι λοιποί »'Βρέθηκαν 'σκλαβωμένοι

Αρπάζει τάρματα, κρύβει την κάρα Πετά, αναλήφτηκε σαν αστραπή. Τρέχει εδώθ', εκείθε γέρνει Η έρμη φτέρνατο βουνό, Μαύρο κύμα ανεμοδέρνει Και δε βρίσκει ένα γιαλό. Τον επήρε γι' αγωγιάτη Χάρος άγρυπνος, σκληρός... Σαλαγάει, βαρεί την πλάτη Πάντα πίσω του ο νεκρός. 'Σ το τυφλό το τρέξιμό του Μεςτη φούχτα του αρπαχτά Για να βρέξη το λαιμό του Πίνει πάχνη και περνά.