Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025
Και μέρες κρεμαστός εκεί για τρόμο να μένη έχει προστάξει ο βασιλιάς· κάθε πιστός αλλάζει εκείθε δρόμο, «προδότη», λέει, «καλά να τα τραβάς.» Σαν άνομο καθένας το κοιτάζει ως τρέμει στον αέρα το κορμί, και μόνο καμιάς κόρης δάκρυ στάζει: «Κρίμα σε τόση νιότη ευγενική.»
Είπε και από τα χέρι του το χάλκινο κοντάρι πήρε και δίπλα το 'θεσεν εις το κυρτό καράβι• εις το καράβι ανέβη αυτός κ' εκάθισε 'ς την πρύμνη, κ' έβαλε τον Θεοκλύμενο σιμά του να καθίση. 285 ωστόσο τα πρυμόσχοινα οι σύντροφοι του ελύσαν• τους πρόσταζε ο Τηλέμαχος να πιάσουν τ' άρμεν' όλα, χωρίς ν' αργήσουν, και άκουσαν την προσταγήν του εκείνοι. κ' εσήκωσαν κ' εστύλωσαν 'ς το κοίλο μεσοδόκι κατάρτι το ελάτινο, κ' έδεσαν με τα ξάρτια, 290 κ' έσυραν με πλεκτά λουριά τα κάτασπρα πανία. πρύμον τότε τους έστειλεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• και απ' τον αιθέρα ορμητικός ο άνεμος βροντούσε, γοργά την πικρή θάλασσα να σχίση το καράβι. τους Κρουνούς και την ένυδρη Χαλκίδα προσπεράσαν• 295 κ' έπεφτ' ο ήλιος κ' ίσκιοναν οι δρόμοι, ότε το πλοίο με του Διός τον άνεμο προς ταις Φεαίς ωρμούσε, και προς την θείαν Ήλιδα, όπ' οι Επειοί δεσπόζουν. εκείθε προς τα δοντερά νησιά το 'στρεψ' εκείνος, κ' ερώτα ο νους του αν την ζωή θα σώσ' ή θα τον πιάσουν. 300
Η Καρολίνα εισήλθε και εκάθησεν, ο Αλβέρτος πλησίον της, και εγώ επίσης· η ανησυχία μου όμως δεν με άφινε να κάθωμαι πολλήν ώραν εκεί· εσηκώθηκα, ήλθα εμπρός της, επήγα εδώθε κ' εκείθε, ξανακάθησα· ήταν στενόχωρη κατάστασις.
Τους πολιορκώ. » Κ' εκείθε 'ς τη Δομβραίνη » Τσακίζω το Μουστάμπεη. » Από το Τεπελένι. » Και γλήγωρα 'ς το Δίστομο » Σε 'μέραις φθάνω δύο.» « Το Γιώργη Βάγια πρόσταξα, » Το Γρίβα Γαρδικιώτη, » Να πιάσουνε τη Ράχωβα » Με πεντακόσιους άλλους. » Έρχεται ο Μουστάμπεης, » Κ' είχε σκοπούς μεγάλους: » Να τους αφήση κατά γης » Στην έφοδο την πρώτη » « Τρομάρα του!
Ν' αλλάξη ο νιος εγύρεψε, και να λευφτερωθή, Οχ των Γιατρών την σύγχυσι, για να αποκοιμηθή. Και έτζι οι Εξοχώτατοι πλιο δεν χασομεράν, Φιλονικώντας άκοπα εκείθε αναχωράν. Τ η γ α ν ί τ α ι ς τ ο υ Τ α λ ι α π ι έ ρ α. Αναχωράτε φιλοσοφία, Και λογομέτρα πολιτική! Μακριά φευγάτε ηγεμονία, Και πάσα τάξι ευγενική!
Είπε και χάμαι απόθεσε το τόξο και της θύρας το 'γυρε προς ταις κολληταίς σανίδαις στιλβωμέναις· το ταχύ βέλος έκλινε προς την λαμπρήν κορώνη, κ' εγύρισε προς το θρονί, 'που 'χε καθίσι πρώτα. και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος τότ' είπε προς εκείνους· 140 «Προς δεξιά σηκόνεσθε με την σειράν, ω φίλοι, και όθε κερνά ο κεραστής εκείθε αρχή να γείνη».
» Εκείθε μες 'ς την Κοσμηρά » Πλάκωσα λυσσασμένος, » Κόκκινο αίμα Τούρκικο » Να πιω και να ρουφήξω. » Τριγύρω τους τ' ασκέρι μου » Άρχισα να ξανοίξω, » Κ' εγώ 'ς τη μέση χύθηκα, «'Σάν λύκος πεινασμένος.» «Τους έσφαξα.
Κι' η ωμορφιαίς της λάμπουνε, κι' αστράφτουν 'στό κορμί της Αράδες τ' ασημόκουμπα κι' αράδες τα γιουρτάνια, Και 'ςτά καθάρια τα νερά τα πόδια της ασπρίζουν Σαν νάναι με τριαντάφυλλα και γάλα ζυμωμένα. Περνούν εκείθε πιστικοί και κυνηγοί διαβαίνουν, Κι' άλλοι την λεν Λιογέννητη, άλλοι την λεν Νεράιδα.
ΑΓΓΕΛΟΣ Δώρον κάποτε απ’ τα χέρια μου αυτός σ’ επήρε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Κι έτσι με πολυαγάπησε τον ξένο εμένα; ΑΓΓΕΛΟΣ Άκληρος καθώς ήτανε σ’ αγάπα εσένα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μ’ έκαμες, ή μ’ αγόρασες από κανένα και μ’ έδωκες στον Πόλυβον για ψυχοπαίδι; ΑΓΓΕΛΟΣ Σ’ ευρήκα μέσα στους γκρεμούς του Κιθαιρώνος. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και πώς επεριγύριζες αυτούς τους τόπους; ΑΓΓΕΛΟΣ Εβόσκαγα τα πρόβατα εκείθε απάνω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν