United States or United Arab Emirates ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε ο μεγάλος Αίας κατόπι τίναξε κι' αυτός το στομωτό χαλκένιο κοντάρι, και του χτύπησε τη φωτοβόλα ασπίδα. 250 Και το γερό όπλο του περνάει ως πέρα την ασπίδα και μες στα μαστροδούλεφτα τού χώνεται τσαπράζα, και το σκουτί ίσα εκεί κοντά του σκίζει στο λαγγόνι· μά' γυρε αφτός και σώθηκε απ' τον πικρό το χάρο.

Είπε και χάμαι απόθεσε το τόξο και της θύρας το 'γυρε προς ταις κολληταίς σανίδαις στιλβωμέναις· το ταχύ βέλος έκλινε προς την λαμπρήν κορώνη, κ' εγύρισε προς το θρονί, 'που 'χε καθίσι πρώτα. και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος τότ' είπε προς εκείνους· 140 «Προς δεξιά σηκόνεσθε με την σειράν, ω φίλοι, και όθε κερνά ο κεραστής εκείθε αρχή να γείνη».

Και το κοντάρι του περνάει τη φωτοβόλα ασπίδα, και μες στα μαστροδούλεφτα τού χώνεται τσαπράζα, και το σκουτί ίσα εκεί κοντά του σκίζει στο λαγγόνι· μά 'γυρε αφτός και σώθηκε απ' τον πικρό το χάρο. 360 Τότε ο Μενέλας βγάζοντας τη σπάθα, τη σηκώνει και μια του ζάφτει εκεί σπαθιά στου κράνου του το γρόμπο· μα τ' αργυρόκαρφο σπαθί τσακίστη απά στο γρόμπο σε τριά σε τέσσερα, κι' εφτύς του ξέπεσε απ' τα χέρια.

Είπε και χάμαι απόθεσε το τόξο και της θύρας το 'γυρε προς ταις κολληταίς σανίδαις στιλβωμέναις· το ταχύ βέλος έκλινε προς την λαμπρήν κορώνη, 165 κ' εγύρισε προς το θρονί, 'που 'χε καθίσει πρώτα· και πικρά τον ωνείδισεν ο Αντίνοος και του 'πε· «Ποιος λόγος, Λειώδη, σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα, βαρύς, φρικτός, και ως τ' άκουσα θυμός με κυριεύει, ότι, αν εσύ δεν δύνασαι το τόξο να τανύσης, 170 αυτό καρδίαν και ζωήν πολλών θα πάρη ανδρείων. όχι, δεν σ' έχ' η σεβαστή μητέρα γεννημένον τόξων συ να 'σαι τραβηκτής και βέλη ν' ακοντίζης· αλλά μνηστήρες θαυμαυστοί θα το τανύσουν άλλοι».

Είπα, και η θαυμαστή θεά μου απάντησεν αμέσως• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, εις το καράβι σου οδηγόν καθόλου μη ζητήσης• 505 άμα τεντώσης τα λευκά πανιά 'ς τ' ορθό κατάρτι, κάθου• φυσώντας ο Βορηάς θα σου οδηγά το πλοίο. αλλ' άμα τον Ωκεανό διαβής με το καράβι, άγριαν θα ιδής ακρογιαλιά, και της Περσεφονείας τα δάση, λεύκαις υψηλαίς, χασόκαρπες ιτέαις. 510 εις τον βαθύ Ωκεανό την πλώρη αυτού να στήσης, και συτου Άδη κίνησε τ' αραχνιασμένο δώμα, όπου ο Πυριφλεγέθονταςτου Αχέροντα το κύμα, και ο Κώκυτος, 'που της Στυγός απόκομμ' είναι, ρέουν• πέτρ' είναι, όπου βαρύκτυπα τα δυο ποτάμια σμίγουν. 515 και ως φθάσης, ήρωα, κει σιμάτο μέρος, 'που σου λέγω, λάκκο μιαν πήχη σκάψ' ευθύς του μάκρου και του πλάτου, και χύσε γύρω αυτού χοαίς όλων των πεθαμένων• και αφού βάλης μελίκρατο, γλυκό κρασί κατόπι, τρίτα νερό, και μ' άλευρα λευκά τα πασπαλίσης, 520ταις άδειαις κάραις των νεκρών εύχου θερμά, και τάξου δαμάλα στείρα διαλεκτή να σφάξης άμα φθάσης εις την Ιθάκη, και πυράν πολύδωρη να κάψης, και να προσφέρης χωριστόν αρνί του Τειρεσία, ΟΜΗΡΟΥ κατάμαυρο, 'που δεύτερο δεν θα 'χη το κοπάδι. 525 και άμα ικετεύσης τάνδοξα των πεθαμένων πλήθη, κριάρι σφάξε, ολόμαυρη κοντά του προβατίνα, και στρέψε τατο έρεβος• συ γύρε αλλού την όψι προς ταις ροαίς του ποταμού• και τότε αυτού θε να 'λθουν να σ' εύρουν αναρίθμηταις ψυχαίς απεθαμένων. 530 και κάμε τους συντρόφους σου να γδάρουν και να κάψουν τ' αρνιά ριμμένα, ως τα 'σφαξε το αλύπητο μαχαίρι, κ' έπειτα ευχαίς των δυο θεών ειπήτε, εις τον ανδρείον τον Άδη και εις την άσπονδην αντάμα Περσεφόνη. και συ το ξίφος γύμνωσε, κάθου και μην αφίνης 535 ταις άδειαις κάραις των νεκρών καθόλου να σιμώσουντο αίμα, πριν συμβουλευθής εσύ τον Τειρεσία. ο μάντης θα 'λθη ευθύς εκεί να σ' εύρη, ω πολεμάρχε• αυτός τον δρόμο θα σου ειπή, του ταξειδιού τα μέτρα, και πώς, το πέλαο σχίζοντας, θα φθάσηςτην πατρίδα». 540

Η Ουρανίτσα γύρισε το πρόσωπό της. Ο πατέρας της αυτή τη στιγμή της φαινότανε σαν ξένος και σαν εχθρός. Καλά έλεγε η μάννα της: «Ξεκούτιανε ολότελα». — Είνε κακός καιρός στο πέλαγο; είπε σε λίγο χωρίς να γυρίση να τον κυττάξη. Του καπετάν Λαλεχού καρφί δεν του καιγότανε. — Καλός-κακός, εμείς πρίμα ταξιδεύομε, είπε πάλι. Τι σε μέλει; Γύρε να κοιμηθής. Η Ουρανίτσα έβραζε μέσα της.