United States or Cook Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το τοιούτον συμβεβηκός έβαλεν εις έκστασιν και θαυμασμόν τρόπον τινά και τον βεζύρην και γυρίζοντας πάλιν ο βεζύρης προς τον βασιλέα εύρε κάποιαν πρόφασιν, και τον ανάπαυσε χωρίς να του διηγηθή το τι συνέβη· και από το άλλο μέρος έστειλε κρυφίως διά να εύρη τον ψαράν· και όταν ήλθεν ο ψαράς του λέγει· θέλω να μου φέρης ευθύς άλλα τέσσαρα ψάρια παρόμοια ωσάν τα πρώτα· επειδή εκείνα διά κάποιον περιστατικόν που συνέβη δεν χρησιμεύουν πλέον διά την τράπεζαν του βασιλέως.

Είπε καιτα καλόκτιστα δώματα ευθύς εμπήκε, κ' εγύρισεν εις το θρονί, 'που 'χε καθίσει πρώτα· κ' οι δούλοι έφθασαν έπειτα του θείου Οδυσσέα.

Σας είπα, διπλωμάται σοφοί, εκτεταμένως Για των σοφών ελλήνων το φημισμένον γένος. Σας είπα τι συνέβη στα χρόνιά του τα πρώτα· Σας είπα για τα τόσα αμέτρητα του φώτα, Και ό,τι άλλο πλέον Ενόμισ' αναγκαίον. Σας είπα καλά, ότι το έθνος των ελλήνων Ήτο το μόνον έθνος εις τον καιρόν εκείνον.

Είπε και χάμαι απόθεσε το τόξο και της θύρας το 'γυρε προς ταις κολληταίς σανίδαις στιλβωμέναις· το ταχύ βέλος έκλινε προς την λαμπρήν κορώνη, 165 κ' εγύρισε προς το θρονί, 'που 'χε καθίσει πρώτα· και πικρά τον ωνείδισεν ο Αντίνοος και του 'πε· «Ποιος λόγος, Λειώδη, σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα, βαρύς, φρικτός, και ως τ' άκουσα θυμός με κυριεύει, ότι, αν εσύ δεν δύνασαι το τόξο να τανύσης, 170 αυτό καρδίαν και ζωήν πολλών θα πάρη ανδρείων. όχι, δεν σ' έχ' η σεβαστή μητέρα γεννημένον τόξων συ να 'σαι τραβηκτής και βέλη ν' ακοντίζης· αλλά μνηστήρες θαυμαυστοί θα το τανύσουν άλλοι».

Μα θέλω να μου πήτε πρώτα· να βρέξη θέτε, ή να μη βρέξη;... Ήταν καιρός, που άλλοι είχαν ταραποσίτια στις λιάστρες· άλλοι τις ελιές τους στο φούσκωμα· άλλ' ήθελαν να οργώσουν, να σπείρουν, και τέτοια. Άρχισαν, το λοιπόν, μες την εκλησιά φωνές, κακό. Οι μισοί να βρέξη, κ' οι μισοί να μη βρέξη. Άλλοι ναι, κι άλλοι όχι! Χλαλοή μεγάλη, φωνοκόπι τρανό. Τι να κάμη κι ο βλογημένος ο Παπάς!

Τα φορέματά τους είν' απείραχτα, και λάμπουν καλύτερα παρά πρώτα· και, κατά την προσταγή σου, συντροφιές συντροφιές τους εσκόρπισα μέσα εις το νησί· έκαμα τον υιό του βασιλέα να βγη καταμόνας· τον άφησα που ανάσαινε με στεναγμούς, σε μίαν ανάποδη γωνιά του νησιού, καθούμενος, με τα χέρια λυπητερά, έτσι, σταυρωμένα.