United States or Lebanon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άξαφνα, το ένα βουνό ζωντανέβει και στη μέση του βουνού βλέπεις φώτα αναμμένα, σα να είχε μάτια, χίλια μάτια το βουνό, σα να είτανε σπηλιές κ' η κάθε σπηλιά φλόγαείναι τα παράθυρα του χωριού που λάμπουν ένα ένα· χαίρεσαι και συλλογιέσαι· Εδώ θα λεν παραμύθια πολλά, θα λεν παραμύθια και στους Βόθρους. Να κ' η ρεματιά, να κ' οι Βόθροι! Σου ανοίγει την πόρτα του ένας χωρικός και μπαίνεις μέσα.

Μια κατακόκκινη τριανταφυλλιά της είπε τότε: — Εγώ θα της χαρίσω τα μάγουλά της. Μια ανθισμένη βυσσινιά έσκυψε τα κλαδιά της και της είπε στο αυτί: — Κ' εγώ τα χειλάκια της. Ένα λευκό κρίνο περήφανο είπε: — Κ' εγώ με τα φύλλα μου θα πλάσω το κορμάκι της. Τα διαμάντια και τα ζαφείρια από τα φιδωτά δρομαλάκια της είπαν: — Εμείς θα της χαρίσωμε δυο μάτια, που θα λάμπουν περισσότερο από μας.

Κι' αν τον εβαήθαγε, μωρέ παιδιά, κ' η αναθεματισμέν' η Φραγκιά, εγώ σας το λέω πώς μέσ' την Πόλη μια μέρα θα να 'μπαινε και θα να 'σταινε μέσ' τ' Ατ-μεϊν-ταν το περήφανο φλάμπουρό του, μέσ' εκεί που σήμερ' ανεμίζουν τα τούγια και λάμπουν τα μισοφέγγαρα. . . . Τι με τηράτε με τέτοια παραξενιά; Ο ίδιος ο Σουλτάνος ο Μουχαμέτης το είπε, πώς αν ο Σκεντέρμπεης ήθελεν έχει ανώτερη δύναμη, δίχως άλλο όλον τον κόσμο ήθελε βάλει αποκάτου από το φλάμπουρό του!

Τα φορέματά τους είν' απείραχτα, και λάμπουν καλύτερα παρά πρώτα· και, κατά την προσταγή σου, συντροφιές συντροφιές τους εσκόρπισα μέσα εις το νησί· έκαμα τον υιό του βασιλέα να βγη καταμόνας· τον άφησα που ανάσαινε με στεναγμούς, σε μίαν ανάποδη γωνιά του νησιού, καθούμενος, με τα χέρια λυπητερά, έτσι, σταυρωμένα.

Ήρθε την άλλη την βραδειά η λυγερή να μάση· Κ' εκεί που γύρω 'ςτά μαλλιά, 'ςτά στήθηα, 'ςτο κορμί της Τα κάρφωνε ένα ένα Διαμάντια γίνονται με μιας, και λάμπουν σαν αστέρια, Κ' ένα μεγάλο κ' έμμορφο πούχε 'ςτο μέτωπό της Χύνει περίσσιο γύρω φως και λάμπει σαν φεγγάρι.

Το πέρασμά του έκανε τα κλαδιά και τις πέτρες να λάμπουν κάτω από το φεγγάρι και με τα κακά πνεύματα ενώνονταν κι εκείνα των αβάπτιστων παιδιών, πνεύματα λευκά που πετούσαν στον αέρα και μεταμορφώνονταν σε ασημένια συννεφάκια πίσω από το φεγγάρι.

Ο τυφλός έμενε απαθής, ακίνητος πίσω από το πονεμένο του προσωπείο. Καθισμένοςδεν ξάπλωνε ποτέμε τα χέρια γύρω από τα γόνατα, με τα μεγάλα κίτρινα δόντια του να λάμπουν στην ανταύγεια της φωτιάς, με τα σκούρα του βλέφαρα χαμηλωμένα, συνέχιζε να διηγείται τις ιστορίες του. «Πρέπει να ξέρεις πως χρειάστηκαν δεκατρία ολόκληρα χρόνια για να χτιστεί το σπίτι του Βασιλιά Σολομώντα.

Θαρρείς πως την ακούς τη γλυκειά τους φωνή, πως τα βλέπεις τα μαργαριταρένια τα δόντια. Κατέβα τώρα στάλλα τα κάλλη, που σαν ολοφέγγαρο λάμπουν. Άλλο δε βλέπεις παρά λαιμό ολοστρόγγυλο, μαλακόχνουδους ώμους, και στήθια χιονάτα. Ο νους σου χάνεται στο σιγανοσάλευτο εκείνο το λακκουδάκι.

Σαν ετελείωσε το γλυκό τραγούδι, η βασιλόπουλα έσκυψε απ' το ψηλό παράθυρο και τα δάκρυά της στάζανε κάτω στο χώμα. Το φεγγάρι φιλούσε τα δάκρυά της και τάκανε μαργαριτάρια. Τότε το βασιλόπουλο σήκωσε ψηλά τα μάτια του και είδε δυο ζαφείρια. να λάμπουν, σαν άστρα, μέσα στο σκοτάδι του παραθυριού. Και σαν τα είδε είπε μέσα του: — Αυτά είναι τα μάτια της αγαπημένης μου.

Βλέπεις πως μοιάζουν τα μαλιά του με λαλέ; πως λάμπουν τα μάτια κάτω από τα φρύδια σαν δαχτυλιδόπετρα μέσα σε χρυσή δέση; πως το πρόσωπό του είναι γεμάτο κοκκινάδι και το στόμα του απ' άσπρα δόντια σαν του ελέφαντα; Ποιος αγαπητικός δε θα παρακαλούσε να πάρη από εκεί νόστιμα φιλιά; Κι αν αγάπησα βοσκό, μιμήθηκα τους θεούς.