United States or Sweden ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ψάλλω εδώ της Αθηνάς τα έργα και τη δόξα, 35 Ή του πανούργου Έρωτα τα φλογισμένα τόξα. Μον τραγουδώ τον άπονο τον ταραχώδην Άρη, Που στα νεκρά κορμιά πατάει με πρόθυμο ποδάρι· Της μάχαις πάντα ορέγεται, τον κόσμο ανακατόνει, Για να πληθαίνει ο πόλεμος, για ν' αβγατάν οι φόνοι. 40 Και μ' απερίγραφτη ασπλαχνιά και μ' άγρια σκληροσύνη Των ζωντανών τα αίματα ωσάν ποτάμι χύνει.

Έτσι είπε, και με το ραβδί την πλάτη και τους ώμους 265 του κοπανάει γερά, κι' αφτός τη ράχη ανασηκώνει και δάκρυ χύνει φλογερό. Και πρήξιμο στην πλάτη αίμα γιομάτο ανέβηκε απ' του ραβδιού το χτύπο. Και ζαρωμένος κάθησε, και νιώθοντας τον πόνο τούρηξε μίσους μια ματιά και σφούγγισε το δάκρυ.

Είχε κλεισμένα μέσα της εφτά φουσάτα ζωτικών το ένα φουσάτο φοβερώτερο και τρομερώτερο από το άλλο. Και μ' εκείνα έλεγε να γιατρέψη την Γκιουλχονούμ. Πιάνει γοργά και ανοίγει την κασσέλα· χύνει έξω όλα τα ξωτικά. Καθώς τα έχυσεν έξω κάποιο βαθύ βόγγισμα αντήχησε και τα όρη γύρω άρχισαν ν' αλληλοχτυπώνται σαν δαιμονισμένα. Επέρασαν τέλος τα τρία ημερονύχτια, έγινε καλά η μπεοπούλα.

Ο αητός χαρούμενη κραυγή, κραυγή της νίκης χύνει, Κι' έρχεται με το ταίρι του και του γιδιού τα σπλάχνα, Τ' ανοίγουν με τα νύχια τους. Το ψυχομαχητό του Τους αγαλλιάζει, τους μεθάει, κι' από τ' αγάλλιασμά τους Κι' από το μέθυο ανάβεται, φλογίζεται η ματιά τους. Κι' όταν θερμό τελεύεται του κυνηγού το γαίμα Μπήγουν οι δυο τους το ραμφί και πίνουν και χορταίνουν.

Βγαίνω όξω στη βεράντα κ' η μυρουδιά, που χύνει το αγιόκλημα, με χτυπά από το σκοτάδι στο πρόσωπο, η ίδια μυρουδιά που είτανε σκορπισμένη γύρω μου την ώρα που αιστανόμουνα να με σφίγγουνε τα δάχτυλα του παιδιού μου μ' όλη τη δύναμη του θανάτου. Όλα σβήσανε μέσα μου, όλα περάσανε. Συλλογίζουμαι κείνη που μόλις βγήκε αποδώ κι όλα όσα μέλλουνε να γίνουν.

Κι ως τόσο, μέσα στην πλημμύρα φως που χύνει ο μακαρίτης στη θρησκευτική μας ψυχολογίατο συνήθιο λόγου χάρη που από τα πρώτα μας είχαμε να πανηγυρίζουμε και ν' αλαλάζουμε, αντίς να κατανυγούμαστε και να ψυχοπονούμε, την όρεξη ναπλώνουμε τα πλουμισμένα φτερούγια μας μέσα στα λιόλουστά μας λημέρια αντίς να πετούμε σε τρίσβαθους αιθέρες λατρευτικής μελέτης, καθώς συνηθίζουν οι Βορεινοί, μου φαίνεται σαν κρίμα που αψήφησε ένα πολύ σημαντικό μας συστατικό, εκεί μάλιστα που λέει πως «η Ρωμιοσύνη δεν είταν ποτέ της χριστιανική στα γερά, μήτε είναι ως τα τώρα». Ίσως θα περίγραφε τη Ρωμιοσύνη πιο τέλεια, αν τόπαιρνε αλλιώς το ζήτημα και μας έλεγε, όχι πως είτανε χαλαρωμένη η χριστιανική μας η πίστη, μόνο πως ζυμώθηκε με τον πατριωτισμό, ή καλλίτερα τον &αντικατάστησε& τον πατριωτισμό, κ' έγινε αφορμή για τόσα μεγαλουργήματα στην αρχή, για τόσες θυσίες και ηρωισμούς στα στερνά μας, που δεν είναι να πης μας έλειπε βάθος πίστης, παρά πως πήρε η πίστη μας αλλιώτικη χρωματιά.

Θρησκεία! γλυκειά μάνα, Τι ώμορφη δίνεις εσύ λαλιά καιτην καμπάνα, Και πόσο εκείνη η λαλιά σαλεύει την καρδιά μας! Πόσαις εκείνος ο σταυρός απ' τα καμπαναριά μας, 'Σ την αντηλιάδα χύνοντας τόσαις χρυσαίς αχτίδες, Χύνει βαθηά μας, 'ς την ψυχή, γλυκαίς χρυσαίς ελπίδες!

Χαίρετε ω κόραι, χαίρετε Φωναί οπού τα δείπνα Των Ολυμπίων πλουτίζετε Με χορών ευφροσύνας Κ' εύρυθμον μέλος. Σεις τα αιθέρια νεύρα Της φόρμιγγος κροτείτε, Και τα θηρία, και τ' άλση Χάνονται από το πρόσωπον Της γης πλατείας. Όπου τρέμουσιν άπειρα Τα φώτα της νυκτός, Εκεί υψηλά πλατύνεται Ο γαλαξίας και χύνει Δρόσου σταγόνας.

Κατόπιν έρχεται ένας, του παίρνει την κορώναν, την φιλεί, χύνει φαρμάκι εις το αυτί του ΒΑΣΙΛΕΩΣ και εξέρχεται. Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ επιστρέφει, ευρίσκει νεκρόν τον ΒΑΣΙΛΕΑ και κάμνει σχήματα λύπης. Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ επιστρέφει συνωδευμένος από δύο ή τρία άφωνα ΠΡΟΣΩΠΑ και δείχνει ότι συγκλαίει με αυτήν. Σηκόνουν τα λείψανο. ΟΦΗΛΙΑ Τι σημαίνει τούτο, Κύριέ μου;

Κι' αντίς εκείνο το νερό, το κρύο, το βουνίσιο, Να του δροσίση την καρδιά, γλυκά ν' αναγαλλιάση, Του χύνει φλόγα και φωτιά, τα σωθικά του ανάφτει, Κι' όταν να φύγη εκίνησε 'ςτα δέντρα ροβολώντας, Βαθηά-βαθηά αναστέναξε και πήρε ένα τραγούδι, Τραγούδι όχι κυνηγιού, . . . τραγούδι της αγάπης! Πέρασε κάμποσος καιρός.