United States or Uzbekistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μωρέ αυτό ήταν όλο! λέγει ο διάβολος τραβώντας τα γένεια του με αγανάχτησι. Επέρασε κάμποσος καιρός κ' επέθανεν ο ναύκληρος. Βέβαια πού αλλού θα επήγαινε παρά στην Κόλαση. Από τον καιρό που έγινε ο κόσμος ως τα σήμερα ναύτης δεν είδεν ακόμη την πόρτα της Παράδεισος. Η Κόλαση λέγουν πως είνε φοβερός και τρομερός ξερότοπος. Εκεί ποτέ δεν βρέχει, χλόη δεν φυτρώνει, πουλί πετάμενο δεν διαβαίνει.

Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Είνε κάμποσος καιρός, Νικολέτα, που έχω υποψίες για τον άντρα μου. Ή γελιέμαι ή κάποια ερωτοδουλειά είνε στη μέση· και προσπαθώ ν' ανακαλύψω. Μα ας μιλήσωμε για την κόρη μου. Ξαίρεις πως ο Κλεόντ είνε ερωτευμένος μαζί της. Αυτός ο νέος μ' αρέσει πολύ και θα προσπαθήσω όσο μπορώ να πάρη τη Λουκίλη.

Τέτοια δουλειά δεν μπορεί να γίνη για το μουσάων και μουσών· μας λείπουν τα κείμενα για να μας δείξουν τη σειρά. Αλλάζει το ζήτημα, άμα θέλουμε να διούμε με τι τρόπο μπόρεσαν κ' είπαν την ονομαστική βασιλιάς αντίς βασιλεύς. Εδώ έχουμε τη γραμμή αλάκαιρη. Δε θέλω ναραδιάσω όλους τους βαθμούς, γιατί θα μας χρειάζουνταν κάμποσος καιρός και δεν κάμνουμε μάθημα.

Είναι όμως κάμποσος περίπατος από δω, κι ώσπου να φτάσουμε, να σου ξηγήσω με λίγα λόγια το τι συλλογιούμαι.

Τίποτε δεν είχε, διέκοψεν ο Δημήτριος· ήτον υγιέστατος, ευκίνητος πάντοτε και δραστήριος, ως τον εγνώριζες. Ολίγον μόνον μελαγχολικός ήτον εσχάτως, και η φαιδρά του μεγαλαυχία είχε κάπως ελαττωθή· ήτο κάμποσος καιρός, που δεν τον ήκουα πλέον να δημιουργή τα αιώνια εκείναηξεύρεις; — σχέδιά του περί πλουτισμού και εκατομμυρίων, με τα οποία τόσον μας διεσκέδαζε.

Δε μ' αγαπά κανένας, μα με φοβούνται και όσο έχω το Δεσπότη και μερικούς φίλους, τα ζωντόβολα τα περιφρονώ: Και σε λιγάκι επρόσθεσε. — Είναι κάμποσος καιρός που με πειράζει και μ' εμποδίζει η μάννα μου, θυμώνω, μα τι να κάμω που τη λυπούμαι. Φαίνεται, θέλει τώρα να εξαγοράση τα παληά. Ύστερ' από της σκέψεις αυτές, εκλείσθηκε στην κάμαρά του κ' έπεσε να κοιμηθή του δικαίου τον ύπνο.

Κι' αντίς εκείνο το νερό, το κρύο, το βουνίσιο, Να του δροσίση την καρδιά, γλυκά ν' αναγαλλιάση, Του χύνει φλόγα και φωτιά, τα σωθικά του ανάφτει, Κι' όταν να φύγη εκίνησε 'ςτα δέντρα ροβολώντας, Βαθηά-βαθηά αναστέναξε και πήρε ένα τραγούδι, Τραγούδι όχι κυνηγιού, . . . τραγούδι της αγάπης! Πέρασε κάμποσος καιρός.