Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
Σ' αυτόν τον άνδρα, έτοιμο ν' αποδείξη ότι ελευθέρωσε τον τόπο από το κακό, και ότι η κόρη σας δεν πρέπει να παραδοθή σ' έναν τιποτένιο, δίνετε υπόσχεσι να του συγχωρήστε όλα τα παληά σφάλματα του, όσο μεγάλα κι' αν είναι, και να του δώστε την ειρήνη και την ευχαριστία σας;» Ο Βασιληάς συλλογίστηκε και δε βιαζότανε καθόλου ν' απαντήση.
Πρώτη φορά ήτανε τάχατες που τώκανε; Ποιος να τονέ βαστάξη τρελλόν άνθρωπο; Έβαλε το σκούφο του και λέει της μάννας του: «Αφίνω γεια, μάννα. Στη θάλασσα ξαναγυρίζω. Πάλε γεμιτζής. Παληά μας τέχνη κόσκινο». Κ' έφυγε γελώντας. Πού να βάλη με το νου της κ' η δυστυχισμένη η μάννα του το τι μελετούσε μέσα του...
Αυτή ήτανε η αρρώστεια του, μουρμούρισε. Δεν τον σήκωνε η καλογερική. Ήθελε πάλι τα παληά του. Και την πήρανε τα κλάματα. — Σε καλό σου, κυρά-παπαδιά! Είνε πράμα να κλαις; Δεν το θέλει ο Θεός, είπε ο Κυρ-Θανάσης ο Μελαχροινός. Ένα μήνα, δύο βία, θα μας ξανάρθη ο παπάς. Θα πάρουμε, πάλι αντίδωρο απ' τα χέρια του. Η παπαδιά έπεσε απάνω στο σοφά. Δεν μιλούσε σε κανένα.
Δε μ' αγαπά κανένας, μα με φοβούνται και όσο έχω το Δεσπότη και μερικούς φίλους, τα ζωντόβολα τα περιφρονώ: Και σε λιγάκι επρόσθεσε. — Είναι κάμποσος καιρός που με πειράζει και μ' εμποδίζει η μάννα μου, θυμώνω, μα τι να κάμω που τη λυπούμαι. Φαίνεται, θέλει τώρα να εξαγοράση τα παληά. Ύστερ' από της σκέψεις αυτές, εκλείσθηκε στην κάμαρά του κ' έπεσε να κοιμηθή του δικαίου τον ύπνο.
Και τώρα συ, που τους παληούς ανθρώπους τους εστεφάνωσες με τίμιους τρόπους, βάλε λοιπήν, όση αγαπάς, φωνή, ο λόγος σου ποιος είνε να φανή. Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Για την παληά θα σας ειπώ εκείνη παιδεία, σαν η νειότη μου ανθούσε, όταν μιλούσα με δικαιοσύνη κι ο κόσμος φρονιμάδα την περνούσε.
Κάθισε, θεία Χαδούλα, απόψε, στο κατωγάκι, για να με κάμης να θυμηθώ τα παληά μου βάσανα, θα μου έρθουν, τάχα, σαν όνειρο στον ύπνο μου; — Έτσι τα θυμάται, πλειό, κανείς, παιδάκι μου, είπε με πονηράν αφέλειαν η γραία. Αχ! κάθε αμαρτία έχει και τη γλύκα της. — Αλήθεια! . . . και πόση πίκρα φέρνει στο τέλος! συνεπλήρωσε μελαγχολικώς η Μαρουσώ. Η οικία ήτο διπλή.
Οι παληοί μύθοι και θρύλοι και τα παληά όνειρα πήρανε μορφή και υπόσταση. Η ιστορία ξαναγράφηκε ολάκερη και δύσκολα θα βρισκόταν κανένας δραματικός, που να έννοιωθε και να μη παραδεχόταν πως το αντικείμενο της Τέχνης δεν είναι η καθαρή αλήθεια, μα η πολύπλοκη ομορφιά. Σε τούτο είχαν κάθε δίκηο. Η Τέχνη η ίδια είναι πράγματι μια μορφή υπερβολής.
— Σκουλήκια, σκουλήκια! Σκουλήκια 'πά στο ψοφήμι. Πέθανε το νησί μας· πέθανε, πάει! και βγήκαν τα σκουλήκια να το φάνε. Πέθανε μαθές, του βγήκε η ψυχή. Για ψέμματα λέω; Πού είνε τα καράβια μας, δε μου λες; Μπάρκα, μπομπάρδες, γολέττες, μπρίκια, τέτοια μέρα, ανήμερα τα Φώτα! γεμάτο το λιμάνι τα παληά τα χρόνια... Πού είνε τώρα, δε μου λες; Βλέπεις πανί απλωμένο στο λιμάνι; Πάνε, ρήμαξαν.
Γιατί γύρισε; Με είχε προδώσει, και θέλησε παραπανιστά, να μ' εξευτελίση: αυτό είναι! Δε τον έφταναν τα παληά μαρτύριά μου; Ας γυρίση λοιπόν, ντροπιασμένος κι' αυτός, στην Ιζόλδη με τα Λευκά χέρια!» Εκάλεσε τον Περινίς τον Πιστό, και του είπε της ειδήσεις που είχε φέρει ο Μπλεχερή.
ΚΡΕΟΥΣΑ Θα κάμω, ναι, θα κάμω αυτό• Κι' αν ο Λοξίας θέλη στην αμαρτία την παληά διόρθωσι να δώση, βέβαια φίλος δεν θα ειπή πως έγινε για μένα, μα, με το νάνε πια θεός, θα τη δεχθώ τη χάρι. Μα ο Φοίβος θέλει επίπληξι μ' αυτά που πάει και κάνει! Πιάνει της κόρες με τη βια κ' ύστερα της προδίνει, κι' όσα παιδιά κλεφτογεννά ταφίνει και πεθαίνουν!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν