United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότεσχεδόν οικτείρει τις την πονηράν αμηχανίαν τωνεστράφησαν πάλιν προς τον πρώην τυφλόν.

Μεταξύ όμως των αηδών παραδοξολογιών των δυο τούτων ανδρών ο Πλάτων παρεισάγει κάπως λαθρεμπορικώς και με πονηράν επιτηδειότητα προτάσεις, αι οποίοι είναι γνωστόν ότι ανήκουν εις τον Αντισθένην, όπως π.χ. είναι ο ισχυρισμός περί του αδυνάτου άλλων κρίσεων εκτός των της ταυτότητος, περί του αδυνάτου επίσης της αντιλογίας ή και γενικώτερον οιασδήποτε ψευδούς βεβαιώσεως.

Και τόρα πάλιν; είναι καλλίτερον να έχη κανείς ψυχήν ίππου, με όποιαν θα ιππεύση κακώς εκουσίως ή με όποιαν ακουσίως; Ιππίας. Με όποιαν εκουσίως. Σωκράτης. Επομένως είναι καλλιτέρα αυτή. Ιππίας. Μάλιστα. Σωκράτης. Επομένως κανείς με αυτήν την καλλιτέραν ψυχήν του ίππου δεν θα κάμη εκουσίως τα πονηρά έργα αυτής της ψυχής, ενώ με την πονηράν ακουσίως; Ιππίας. Βεβαιότατα. Σωκράτης.

Και πάλιν ούτω έπραξεν οπότε νομικός τις προσήλθε πειράζων Αυτόν και ηρώτησεν, όχι όπως λάβη οδηγίαν, αλλ' όπως εύρη αφορμήν προς αντιλογίαν, το βαρυσήμαντον ερώτημα, «Τι ποιήσω ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;» Ο Ιησούς, βλέπων την πονηράν πρόθεσιν του ανθρώπου, τον παρέπεμψεν εις τον Νόμον και τας δύο μεγάλας εντολάς, την περί της αγάπης προς τον Θεόν και την περί της αγάπης προς τον πλησίον.

Κάθισε, θεία Χαδούλα, απόψε, στο κατωγάκι, για να με κάμης να θυμηθώ τα παληά μου βάσανα, θα μου έρθουν, τάχα, σαν όνειρο στον ύπνο μου; — Έτσι τα θυμάται, πλειό, κανείς, παιδάκι μου, είπε με πονηράν αφέλειαν η γραία. Αχ! κάθε αμαρτία έχει και τη γλύκα της. — Αλήθεια! . . . και πόση πίκρα φέρνει στο τέλος! συνεπλήρωσε μελαγχολικώς η Μαρουσώ. Η οικία ήτο διπλή.

Δηλαδή το να μη φοβήται κανείς την γνώμην του καλλιτέρου από θρασύτητα, αυτό ακριβώς αποτελεί την πονηράν αναίδειαν, με κάποιαν βεβαίως πολύ παράτολμον ελευθερίαν. Ομιλείς πολύ ορθά.

Αλλά μία σκιά η οποία έπεσεν επάνω του ομού με μικράν πέτραν διέκοψε την σειράν των σκέψεών του και τον ηνάγκασε να στραφή προς τον ανηφοράν, εις το άνοιγμα του οποίου είδε πονηράν μορφήν παιδίου, το οποίον εψιθύριζε: — Πατούχα ... Πατούχα!