United States or Oman ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σελήνη, αθόρυβη θεά, φέγγε γλυκά και λάμπε· στα μάγια πριν καταπιαστώ θα τραγουδήσω εσένα και την Εκάτη πούρχεται μέσ' απ' της γης τα σπλάχνα και τριγυρνά στα μνήματα και την φοβούνται οι σκύλλοι.

Και τρεις μήνας μετά τον γάμον να γεννά κόρηνμετά τρία ακόμη έτη ένα υιόνμετά δύο έτη πάλιν κόρηναυτήν την νεογέννητον, χάριν της οποίας ηγρύπνει τώρα τόσας νύκτας η γηραιά μάμμη. Και δι' όλ' αυτά τα θυγάτρια να μέλλη να υποφέρη η μήτηρ των τόσακι' άλλα τόσακι' άλλα τόσα, από όσα έχει υποφέρει η μάννα της δι' αυτήν. Είδε την γλύκα. Τω όντι φρόνιμη νέα.

Ανάρια τα κλωνάρια του κουνάει ο γέρω πεύκος Και πίνει και ρουφάει δροσιά κι' αχολογάει και τρίζει Η βρύση η χορταρόστρωτη δροσίζει τα λουλούδια Και μ' αλαφρό μουρμουρητό γλυκά τα νανουρίζει θολώνει πέρα η θάλασσα, τα ριζοβούνια ισκιώνουν, Τα ζάλογγα μαυρολογούν, σκύβουν τα φρύδια οι βράχοι Κ' οι κάμποι γύρου οι απλωτοί πράσινο πέλαο μοιάζουν.

Αγκαλιαστήκανε γλυκά κι' αδερφικά φιλιώνται Κι' ο παντρεμμένος τάλογο ταχυά καββαλλικεύει, Και διαπερνάει θάλασσαις και κάμπους και ποτάμια Και διαπερνάει και βουνά και πάει μακρυά 'ςτά ξένα. Δώδεκα χρόνια πέρασαν και δεκαπέντε μήνες. Ο αφωρεσμένος του αδερφός κ' η σκύλλα του η γυναίκα Γλυκά γλυκά αγαπήθηκαν και πέρναγαν μαζύ τους Και λησμονήθηκε τ' αντρός και τ' αδερφού η αγάπη.

Έσκυψ' ο Διάκος ως τη γη, έσφιξε με τα χείλη Κ' εφίλησε γλυκά γλυκά το πατρικό του χώμα. Έβραζε μέσα του η καρδιά, και στα ματόκλαδά του Καθάριο, φωτοστόλιστο, ξεφύτρωσ' ένα δάκρυ... Χαρά ’ς το χόρτο πώλαχε να πιη σε τέτοια βρύση! Πλαγιάζει ο λειονταρόψυχος! Τα νειώτα, τη θωριά του Τ' αστέρια βλέπουν με χαρά και κάπου κάπου αφίνουν Κρυφά το θόλο τ' ουρανού για να διαβούν σιμά του.

Την πήρε στα χέρια του και την εφίλησε γλυκά. Λίγο-λίγο πήρε κουράγιο εκείνη. «Φίλη, ω φίλη, τι σε βασανίζει έτσι; — Φοβάμαι, Μεγαλειότατε. Σας είδα τόσο θυμωμένο. — Ναι, γύριζα θυμωμένος απ' αυτό το κυνήγι. — Α! Μεγαλειότατε, αν σας λύπησαν οι κυνηγοί, αξίζει τάχα να τα πέρνετε τόσο κατάκαρδα αυτά τα πράγματαΓέλασε ο Μάρκος μ' αυτή την κουβέντα. «Όχι, φίλη, δεν με θύμωσαν οι κυνηγοί μου.

Καθώς ανήρχετο την ράχιν αντικρύ, πέραν των Κήπων, άνω του ρεύματος, ήκουσε τον μικρόν κώδωνα του μοναστηρίου να ηχή γλυκά, ταπεινά και μονότονα, να εξυπνά τας ηχούς του βουνού, και να δονή την μαλακήν αύραν. Ήτο άρα μεσονύκτιον, ώρα του Μεσονυκτικού, ώρα του Όρθρου!

Φτερανεμίστηκε η χαρά, θρονιάστηκεν η λύπη Έπαψαν τα λαλούμενα και τα γλυκά τραγούδια Κι’ ο Γιάννος πο τη λύπη του και την απελπισιά του Έπεσε αμέσως άρρωστος βαρυά για να πεθάνη. Δέκα γιατροί μπαινόβγαιναν, και δέκα παραστέκαν Στου Γιάννου το προσκέφαλο, στου Γιάννου το κρεβάτι, Και γιατρικό δεν βρίσκονταν και βότανο κανένα της πονεμένης του καρδιάς τον πόνο να γιατρέψη.

Τα μάτια του Πέτρου ήτανε γλυκά βασιλεμένα, σαν να τα χρύσωνε πάντα ένα ομορφόνειρο. Και ωστόσο δεν ήτανε ομορφιά που δεν την ήξερε. Ήξερε όλα ταστέρια με τόνομά τους και ήξερε τους δρόμους και τα μονοπάτια τουρανού που αργοδιαβαίνονν τάστρα, έναένα, δυοδυο, πολλάπολλά, άλλα μονάχα και θλιβερά, άλλα δεμένα, αγκαλιασμένα, ταίριαταίρια, χαρούμενα στους ήσυχους δρόμους.

»το στρώμ' ακόμη το ζεστό του αντρός της και να φεύγη». Είπε' κ' εγώ ευκολόπιστη τον έπιασ' απ' το χέρι κι αγάλια τον επλάγιασα στο μαλακό μου στρώμα· κι άρχισαν να μαλάζωνται μαζί τα δυο κορμιά μας και τα ζεστά μας πρόσωπα ν' ανάβουν, να κορώνουν· κ' εψιθυρίζαμε γλυκά στόμα με στόμα οι δυο μας. Και να μη σ' τα πολυλογώ, Σελήνη αγαπημένη, τα πιο μεγάλα εκάναμε κ' ήρθαμ' οι δυο σε πόθο.