United States or Antigua and Barbuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα ενθυμήθη ακριβώς την στιγμήν καθ' ην άρχισε να τρέχη μετά το πήδημά της, κ' έτσι της ήρχετο αν ήτον τρόπος, να γυρίση 'πίσω να τα πάρη, και να στραβωθούν, να μην την ιδούν οι διώκται της. Ως τόσον έτρεχεν, έτρεχεν . . . είχεν εισέλθη μέσα εις το δάσος, του οποίου τα διάφορα μονοπάτια της ήσαν πολύ γνωστά.

Η θάλασσα ασπρογάλαζη, εκαθρέφτιζε τους ίσκιους των νησιών και αυλακωνόταν από τα ρέματα, σαν πλατύς κάμπος κιμωλίας, ζωσμένος από δρόμους και μονοπάτια.

Ευτυχώς εγνώριζε καλώς όλα τα μονοπάτια των πέριξ μερών. Φθάσασα εις ρεύμα τι, όπερ ώφειλε να διαβή, όπως ανέλθη εις το ύψωμα το κείμενον αντικρύ της καλύβης, ησθάνθη φόβον. Το μέρος ήτο σκιερόν και υγρόν, θάμνοι δε και καλαμώνες πυκνοί υψούντο πέριξ. Πάντοτε εφοβείτο να διαβή νύκτα διά του ρεύματος εκείνου. Και δεν ήτο μεν νυξ, αλλ' επέκειτο.

Ωστόσο, επειδή κάθε καλός νομικός ξαίρει και άλλα μονοπάτια των νόμων, και μπορεί να είναι ανάγκη να πιει κανείς από μας τους δημοτικιστές το «κώνειον» για να σωθεί το Έθνος, θέλω να ξαίρει ο κ.

Αν έχης «Ελαφρά τα ποδάρια, «Και στήθος, ακολούθα με· «Τρίξε και συ μ' εμένα· «Μας φεύγει, η ώρα.» — Γνωρίζω την φωνήν σου. Οδήγει. — Οι βράχοι φεύγουσι Τώρα υπό τα πατήματα Συχνά, φεύγουν οπίσω Σπήλαια και δένδρα· Των ποταμών πλατέα Νερά, βαθέα λαγγάδια, Έρημα μονοπάτια, Δάση, βουνά, χωράφια, Φεύγουν οπίσω.

Εισήλθον εις το καντόνιον Βαλαί εις τα νώτα του βουνού τα αντίθετα εκείνων, που βλέπει κανείς από το Γκρίντελβαλντ, αλλά μακράν ακόμη από την νέαν κατοικίαν. Άλλαι φάραγγες επαρουσιάζοντο, άλλοι βοσκοί, άλλα δάση, άλλα μονοπάτια, ως και αλλοιώτικα σπίτια και αλλοιώτικοι άνθρωποι, Αλλά τι είδους άνθρωποι!

Τα μάτια του Πέτρου ήτανε γλυκά βασιλεμένα, σαν να τα χρύσωνε πάντα ένα ομορφόνειρο. Και ωστόσο δεν ήτανε ομορφιά που δεν την ήξερε. Ήξερε όλα ταστέρια με τόνομά τους και ήξερε τους δρόμους και τα μονοπάτια τουρανού που αργοδιαβαίνονν τάστρα, έναένα, δυοδυο, πολλάπολλά, άλλα μονάχα και θλιβερά, άλλα δεμένα, αγκαλιασμένα, ταίριαταίρια, χαρούμενα στους ήσυχους δρόμους.

Χαρά την είχαν τα βουνά, τρανό καμάρι οι κάμποι, Τα δάση στόλισμα ακριβό, κρυφή 'περφάνεια η βρύσαις, Αγάπη οι αητοί, και τα πουλιά της ερημιάς τραγούδι. Κι' ανέβαινε ψηλούς γκρεμούς, διάβαινε μονοπάτια.

Τότε κι’ ο Γάννος άπλωσε το κουρασμένο χέρι Κι’ έκοψε το θαματουργό Βοτάνι της Αγάπης, Πούχε λουλούδια σα φλωρί και φύλλα σαν ασήμι, Κι’ αμέσως εκατέβηκε πο τον γκρεμό τον μέγα, Κρατώντας μες στα χέρια του τ’ αγκύστρι της Αγάπης, Κι’ έτρεξε πάλε ακράτητος, χωρίς στιγμής ανάσα, Επάνω σ’ όρη και βουνά, πλαγιές και μονοπάτια, Λειβάδια και νεροσυρμιές και κάμπους και λαγκάδια Και πήγε κι’ ηύρε ξαφνικά την ξακουσμένη Μάρω Να πλένη τα ποδάρια της σε κρουσταλλένια βρύση, Πούχε ασημένια κάνναλη και μαρμαρένια γούρνα, Και τη στιγμή, που έστρεψε τα μάτια της τα μαύρα, Να ιδή ποιος ήρθε πίσω της ή γνώριμος ή ξένος, Της έρριξε κατάμουτρα τ’ αλάθευτο βοτάνι, Κι’ άμα τη πήρε η ευωδιά, κι’ η μοσκοθολημάδα, Εχαμογέλασε γλυκά κι’ εβγήκε από τη βρύση, Την αγκαλιά της άνοιξε, γεμάτη καλωσύνη, Και του είπε μ’ αγκαλλιασμό και με μεγάλη χάρη : — Μεγάλο θάμα!

Και πήγαινε, πήγαινε, στη σειρά με τους ζητιάνους, επάνω , επάνω, μέσα από την πράσινη κοιλάδα της Μαμογιάντα, επάνω, επάνω, προς το Φόνι, μέσα από μονοπάτια πάνω από τα οποία, μες το συννεφιασμένο βράδυ, κρέμονταν τα βουνά του Τζεναρτζέντου παίρνοντας φανταστικές μορφές από τείχη, κάστρα, κυκλώπειους τάφους, ασημένιες πολιτείες, γλαυκά δάση σκεπασμένα με ομίχλη.