Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025


Ψηλά διαμάντι ετρεμόφεγγεν η δροσιά και γαλάζια ομίχλη έκλωθε τα πάντα στο μυστήριο. Ο Ιωσήφ μόλις είδε κοιμισμένο το παιδί εκατέβηκε στο χωριό να φροντίση για τροφή της λεχώνας.

Εκείνος δεν είπε τίποτα και κουνώντας θλιβερά το κεφάλι εκατέβηκε στην κάμαρή του. — Πάει ν' ανάψη κι' άλλο κερί· εψιθύρισεν ο Μπαρμπατρίμης. Οι μετάνοιες και τα κεριά δεν έπαψαν αφόντας φύγαμε από τη Μύκονο. Μα δεν ήταν τόρα η πρώτη κακοσημαδιά που έτυχε του καπετάν Κρεμύδα. Πριν ακόμη ξεκινήση από το σπίτι όλα τα σημάδια του ήρθαν ανάποδα.

Έπαυσε, κ' εκατέβηκε του θείου Τειρεσία 150τον Άδη πάλιν η ψυχή, αφού την μοίραν είπε. εγώτον τόπον έμενα, κ' εσίμωσε η μητέρα• το μαύρον αίμα ερούφησε κ' ευθύς εγνώρισέ με, και κλαίοντας μου ωμίλησεν «εις τ' άφεγγο σκοτάδι πώς εκατέβης, τέκνο μου, συ ζωντανός ακόμα; 155 και δύσκολο 'ναι ζωντανοί να ιδούν τούτα 'δω κάτω, τ' είναιτην μέση απέραντα και φοβερά ποτάμια, και πρώτος ο Ωκεανός, 'που δεν μπορεί κανένας, χωρίς καράβι στερεό, πεζός να τον περάση. τάχ' απ' την Τροίαν έφθασες εδώ με τους συντρόφους, 160 αφού πολλά πλανήθηκες; και ακόμητην Ιθάκη δεν ήλθες, και την σύντροφοτα γονικά δεν είδες»;

Τον εκύταζε κατάματα και δακρυσμένος γυρίζει και του λέγει: — Συχώρα με τ' αδέρφι· δε φταίω 'γω. Σε γνωρίζω καλήτερό μου. Δε φταίω 'γω· φταίει η τύχη μου. Συλλογίσου καλά να σπάσω και τούτο!... Δεν εκατέβηκε να πλαγιάση παρά όταν εβγήκαμε από τα Μπουγάζια κ' έβαλε γραμμή για την Καληάκρια. Ανοιχτή θάλασσα τόρα ας σκαμπανεβάζει όσο θέλει. Μακριά από ξέρες!

Κ' εκατέβηκε, ανεμίζοντας τις βρακούλες του πίσω, με την απόχη στον ώμο, να πα για γαρίδες στο Λιμιονάκι κάτω. Όσο να ντυθώ, αλήθεια, να πιω και τον καφέ μου, τόνε ξάνοιξα, απ το παράθυρο, στο μουράγιο κάτω. Με την απόχη πάντα στον ώμο, ανασκομπωμένη τόρα τη σέλα της βρακούλας του πίσω, επάγαινε να σύρη το παλαμάρι. Εβιάστηκα κ' εγώ τόρα.

Το ναυτόπουλο άναψε τα φανάρια στη θέσι τους· ο καπετάνιος εκατέβηκε να κοιμηθή· ο Μπούλμπερης έκατσε στο τιμόνι· ο Μπραχάμης ο σκύλος μας εκουλουριάσθηκε στη ρίζα του αργάτη ν' αναπαυθή κ' εκείνος. Εγώ ούτε ν' αναπαυθώ ημπορούσα. Ούτε ύπνοούτε ξύπνο. Εδοκίμασα να πιάσω κουβέντα με τον τιμονιέρη· μα είχε τόσην ανοστιά που έσβυσεν ευθύς σαν φωτιά αναμμένη με χλωρόξυλα.

Τότε κι’ ο Γάννος άπλωσε το κουρασμένο χέρι Κι’ έκοψε το θαματουργό Βοτάνι της Αγάπης, Πούχε λουλούδια σα φλωρί και φύλλα σαν ασήμι, Κι’ αμέσως εκατέβηκε πο τον γκρεμό τον μέγα, Κρατώντας μες στα χέρια του τ’ αγκύστρι της Αγάπης, Κι’ έτρεξε πάλε ακράτητος, χωρίς στιγμής ανάσα, Επάνω σ’ όρη και βουνά, πλαγιές και μονοπάτια, Λειβάδια και νεροσυρμιές και κάμπους και λαγκάδια Και πήγε κι’ ηύρε ξαφνικά την ξακουσμένη Μάρω Να πλένη τα ποδάρια της σε κρουσταλλένια βρύση, Πούχε ασημένια κάνναλη και μαρμαρένια γούρνα, Και τη στιγμή, που έστρεψε τα μάτια της τα μαύρα, Να ιδή ποιος ήρθε πίσω της ή γνώριμος ή ξένος, Της έρριξε κατάμουτρα τ’ αλάθευτο βοτάνι, Κι’ άμα τη πήρε η ευωδιά, κι’ η μοσκοθολημάδα, Εχαμογέλασε γλυκά κι’ εβγήκε από τη βρύση, Την αγκαλιά της άνοιξε, γεμάτη καλωσύνη, Και του είπε μ’ αγκαλλιασμό και με μεγάλη χάρη : — Μεγάλο θάμα!

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν