United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' εκείνος βλέπων ωσαύτως αυτήν, και μη δυνάμενος να την αναγνωρίση, — ήτο νυξ πλέον, και ήναψαν εδώ κ' εκεί φανάρια οι ναύται προς ευκολίαν της υπηρεσίαςεπανηρώτησε: — Δεν με θυμάσαι; Δεν επήρες καμμιά φορά αλεύρι από το μαγαζί μου; Σήμερα έφθασα από την Αμερικήν και πάγω για το χωριό. Είμαι ο Λαλεμήτρος. — Ο Λαλεμήτρος! εκραύγασε τότε δυνατά η γραία, και ανηγέρθη πάραυτα.

Φανάρια εμείς δεν είχαμε καθόλου. Αλλά φως ακοίμητο το φως των καντηλιών μας, που δεν είχε σωθή το λάδι τους στου Χάρου τα παλάτια, εσυνάχτηκε νομίζεις ήλιος λαμπρός στα μάτια του σκύλου μας, και στην αγριοφωνάρα του, που δεν έπαυε αντηχώντας δυνατώτερη από το ρέκασμα του κυμάτου και του ανέμου τον βόγγο.

Και κάτω εις τα χαμόκλαδα, και επάνω εις τας φασκομηλέας άλλαι οικογένειαι, και νύμφαι με τα νυμφικά των, και μνηστευμέναι με τα λευκά των, και κόσμος προσκυνητών πέραν και από το βουνόν με φανάρια κατήρχοντο, ποιμένες, βραδύναντες, και η κυρά- Ασημίτσα, κομίζουσα τους πέντε άρτους εις μίαν βαθείαν κόφαν.

Γιατί ντροπή, κυρ Χακήμ; Αν ο Χασάν πουλεί κωλοφωτιαίς για φανάρια, δεν έχομε τάχα κ' εμείς κωλοφωτιαίς για πούλημα; — Άλλο τίποτε, απαντά ο προλαλήσας, Κι' αν δεν της πουλήσωμε τώρα, που άνοιξε το παζάρι, δεν ειξεύρω τι διάβολο θα ταις κάμωμε.

Και ύστερον από τριών εβδομάδων πλεύσιμον εφθάσαμεν ευτυχώς εις το ποθητόν νησί. Και οπόταν έφθασεν η νύκτα, ο γέρων επρόσταξε τους ναύτας του να σταθούν εις το καράβι, και αυτός ομού μ' εμένα εμβήκαμεν εις το νησί, φέροντας μαζί μας δύο φανάρια με πολύ φως, και δύο σακκία, διά να τα γεμίσωμεν μαργαριτάρια· και με τούτον τον τρόπον εφθάσαμεν εις τα πηγάδια χωρίς κανένα φόβον.

Έπειτα ιχνογράφονται ανάερα σταυροί, ξεφτέρια, τόρτσες, φανάρια και χρυσοΰφαντα λάβαρα. Σε λίγο ξεχωρίζουν κεφάλια και ώμο, πλήθος, τουλούπες μαλλιά και γένεια, πρόσωπα χλωμά και μάτια θαμπωμένα, σαν αγιογραφία στον τοίχο βυζαντινού ναού.

Και ο τρόπος με τον οποίον πλησιάζω εκεί είνε οπόταν εβγαίνω από το καράβι πρέπει να είναι νύκτα, και να έχω φανάρια αναμμένα· η θεωρία της φωτιάς φοβίζει, και βάνει εις φυγήν εκείνα τα άγρια θηρία, και ούτω πλησιάζω εις εκείνα τα πηγάδια, και παίρνω όσα μαργαριτάρια θέλω, και έπειτα φεύγω χωρίς βλάψιμον.

Τώρα να σύρουμε τη βάρκα, παπά, είπεν ο μπάρμπα-Στεφανής, κ' ύστερα οι άνδρες να φορτωθούμε όλα τα πράμματα, και ν' αρχίσουμε σιγά-σιγά ν' ανεβαίνουμε. Ας πάρουν κ' η γυναίκες ό,τι μπορούν. — Να τώρα τι άξιζε νάχα το μ'λάρι μαζί μ', είπεν ο Βασίλης της Μυλωνούς· σου είπα, μπάρμπα-Στεφανή,να το μπαρκάρουμε· δε θέλησες. Έσυραν την λέμβον. Ήναψαν τα δύο φανάρια που είχαν.

Όρεξι να είχε να λέη ο ΓεροΛαλεμήτρος κ' η όρεξι δεν τούλειπε. — Αμ' οι ξέρες, Καπετάν Λαλεμήτρο; — Μην τα γυρεύης, παιδί μου! Σαν ταξιδεύης η ζωή σου σε μεταξωτή κλωστή κρέμεται. Οι ξέρες! Ούτε το διάβολο ναπαντήσης ούτε το σταυρό σου να κάνης. Όσο κυττάς να τις ξεφύγης, τόσο πας και πέφτεις σαν το στραβό πουλί απάνω τους. Θάλασσα είνε αυτή. Τύφλα νάχουν οι χάρτες και τα φανάρια!

Εν τούτοις ο Στεφανής ο πορθμεύς και ο Μπάντας και ο Νυφιώτης ο Γιάννης και ο Αργύρης και ο αδελφός του έλαβον ανά ένα δαυλόν και τα δύο φανάρια, και απεφάσισαν να κατέλθωσι τρέχοντες εις τον Μικρόν Γιαλόν.