United States or Qatar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η πηγή δεν ήτο φόβος να στειρεύση, ο Μίρτος με καθησύχασεν ως προς τούτο· έτρεχεν αφθόνως και διαρκώς. Απέλαυα εκ των προτέρων την προσδοκωμένην τέρψιν της αναψυχής κάτω εκεί, παρά την πηγήν, υπό την σκιάν των δένδρων. Αίφνης εκ της ρίζης του απέναντι καταφύτου βουνού τρεις άνδρες εφάνησαν τρέχοντες προς ημάς διά της κοιλάδος. Εκίνουν τας χείρας και εφώναζον.

Εν τούτοις ο Στεφανής ο πορθμεύς και ο Μπάντας και ο Νυφιώτης ο Γιάννης και ο Αργύρης και ο αδελφός του έλαβον ανά ένα δαυλόν και τα δύο φανάρια, και απεφάσισαν να κατέλθωσι τρέχοντες εις τον Μικρόν Γιαλόν.

Αυτοί, χωρίς να χάσουν καιρόν, εγύρισαν τρέχοντες από την ίδιαν στράταν που είχαν έλθει· και όταν απεμακρύνθησαν απ' εκείνον τον τόπον και δεν εφαίνετο πλέον το Τελώνιον, ούτε εκείνη η γυναίκα, τότε λέγει ο Αϊδήν προς τον αδελφόν του· πώς σου φαίνεται, ω Σχαζινάν, με το συμβάν που μας ακολούθησεν; είδες τι εμπιστευμένην γυναίκα έχει εκείνο το Τελώνιον αν και είναι τόσον φοβερόν; Λέγει ο Σχαζηνάν· η πονηρία των γυναικών δεν έχει παρομοίωσιν και τούτο που μας εσυνέβη δεν υπερβαίνει πολύ το κάμωμα των ιδικών μας γυναικών.

Μέχρις εκείνης της στιγμής οι Θράκες υπερησπίζοντο επιδεξίως εναντίον του ιππικού των Θηβαίων, το οποίον επετέθη εναντίον τους πρώτα. Τρέχοντες εμπρός και συστρεφόμενοι κατά τον εγχώριον τρόπον των επροφύλατταν εαυτούς· διά τούτο κατά την υποχώρησιν εκείνην ολίγοι εξ αυτών μόνον εφονεύθησαν, μέρος όμως, το οποίον είχε μείνει εντός της πόλεως προς διαρπαγήν, εχάθη.

Τώρα ήρχιζε να γίνεται πλημμύρα. Η Φραγκογιαννού εστάθη κ' εδίστασε. «Τάχα δεν θα . . . ξαναγείνη ρήχη σε λίγη ώρα, είπε. Γιατί να βιαστώ τώρα, να γίνω μούσκεμμαΑλλά την ιδίαν στιγμήν ήκουσε θόρυβον όχι μικρόν επί του κρημνού. Δύο άνδρες ο είς στρατιωτικός, ο άλλος πολίτης, με δύο τουφέκια, επ' ώμου, κατήρχοντο τρέχοντες τον κατήφορον.

Ο μεν πρώτος των ποταμών τούτων, μέγας και τρέχων προς ανατολάς, ενόνει τα ύδατά του, μετά του Ίστρου, ο δε δεύτερος, ο Τιαραντός, είναι μικρότερος και ρέει μάλλον δυτικώς, ο δε Αραρός, ο Νάπαρις και ο Ορδησσός, τρέχοντες διά μέσου τούτων, εισβάλλουσιν εις τον Ίστρον.

Κ' επανελάμβανε, με χθαμαλήν πάντοτε φωνήν: — Νά! εκεί-δα καθόντανε. Κοντός-παχύς. Αλλά την στιγμήν εκείνην ταραχή αιφνίδια ηκούσθη όπισθεν και ορυμαγδός. Κατήρχετο καλπάζουσα η άμαξα του Διαδόχου, οι δ' αστυφύλακες, τρέχοντες κατόπιν, ασθμαίνοντες, προσεπάθουν ν' απομακρύνωσι τον συνωθούμενον όπισθεν όχλον εν τω δρόμω, άγριοι και έτοιμοι να ξεσπαθώσουν σχεδόν. — Δεν σ' τάλεγα εγώ!

Και αρχίζει πάλιν ο δρόμος ο ταχύς, και πολλάκις επαναλαμβάνεται, καθ' όσον μεταλλάσσει προ ημών μορφήν η γοητευτική οπτασία. Αποκάμνομεν πολλάκις τρέχοντες κατόπιν της, προσοχθούμεν ενίοτε, ολισθαίνομεν άλλοτε και πίπτομεν. Αλλ' εγειρόμεθα πάλιν ακάματοι και διώκομεν όση δυνάμει το μάγον όραμα, το πάντοτε προσμειδιών και πάντοτε νέον.

Η πρώτη μου σκέψις ήτο ότι δεν έλαβον εκείνοι καιρόν ν' αναπνεύσουν. Μη πάθωμεν το αυτό και ημείς; Και τότε; Ούτε αναψυχή, ούτε ανάπαυσις, ούτε νερόν εκ της πηγής! Και εδίψων, ω! πώς εδίψων! Ότε και ημείς τελευταίοι εφθάσαμεν τρέχοντες υπό τα δένδρα, ο αρχηγός ορθός έμπροσθεν της πύλης της εκκλησίας συνωμίλει μυστικώς με τους τρεις νεοελθόντας.

Οι δύο προσκυνηταί, των οποίων αι τρίχες ήσαν ορθαί υπό φρίκης, οι δε οδόντες συνεκρούοντο ως κροταλία Ισπανής χορευτρίας, κατεκυλίσθησαν τρέχοντες εκ του όρους, ουδ' εσταμάτησαν μέχρις ου διέκριναν μακρόθεν τα γλαυκά ύδατα της Μεσογείου.