United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι εισερχόμενοι έκυπτον και περίφοβοι εισήρχοντο. Οι εξερχόμενοι είχον το σώμα όρθιον και το μέτωπον υψηλά. Ερωτώ: — Πρέπει να κύψω και εγώ διά να εισέλθω; — Όχι· συ δεν θα φυτεύσης τίποτε εις τον κήπον. Προφύλαξε μόνον τους πόδας σου. — Πώς; μήπως εδώ κατοικούυ οι άγριοι, οι οποίοι θα μου φάγουν τους πόδας;

Έβλεπαν και δε χόρταιναν πάνω από τα παράθυρα, με τα κεφάλια στα χοντρά σίδερα κολλημένα, όλοι του Ένα οι κατάδικοι απανωτά στοιβαγμένοι. Έτσι βουβοί κι αμίλητοι, άγριοι και χαλκοπρόσωποι, χαβνομερακωμένοι στου πόθου τον καημό τον πικρόχολο, ένας πάνω στον άλλον καβαλωτά διασκελωμένοι δεν έβγαναν μιλιά.

Έπειτα επιστρέψαντες εις το πλοίον εκοιμήθημεν εις την παραλίαν. Την αυγήν δε απεπλεύσαμεν και ο άνεμος είχεν αρχίσει να πνέη σφοδρότερος• αφ' ού δε επί δύο ημέρας υπεφέραμεν από τρικυμίαν συνηντήσαμεν τους Κολοκυνθοπειρατάς. Είνε δε ούτοι άνθρωποι άγριοι κατοικούντες εις τας πλησίον νήσους και ληστεύοντες τους ταξιδεύοντας τα μέρη εκείνα.

Σχοίνοι φουντωτοί και σφένδαμνοι υψηλαί και θάμνοι άγριοι παντοίων συμπλεγμάτων φυτών και αναδενδράδων εσκίαζον το μέρος τούτο, όπου ο γεωργός αντί βώλου γης ανασκάπτει πέτρας, θραύων τας αξίνας του.

Πάραυτα το εσταμάτησαν το ωραίον βρίκιον οι άγριοι της θαλάσσης κατακτηταί, τα κατέσχον μετά του φορτίου, δυνάμει του πολεμικού αποκλεισμού και τον ατυχή καπετάν-Θοδωρή συνέλαβον κ' έρριψαν εις την ειρκτήν της ναυαρχίδος, απολύσαντες τους ναύτας, αφού πρώτον καλώς τους εμαστίγωσαν.

Τόρα λοιπόν από σας που λέγετε ότι είσθε νομοθέται όχι άγριοι αλλά ήμεροι ζητούμεν να μας φέρετε πειστικάς αποδείξεις, και αν δεν ειπήτε πολύ καλλίτερα πράγματα από τους άλλους περί των θεών, τουλάχιστον όμως να ειπήτε καλλίτερα ως προς την αλήθειαν. Και πολύ πιθανόν να σας πιστεύσωμεν. Λοιπόν προσπαθήσατε, αν είναι ορθοί οι λόγοι μας, να μας ειπήτε αυτά που σας παρακαλούμεν.

Τρίτος ποταμός είναι ο Ύπανις όστις ορμάται μεν εκ της Σκυθικής, ρέει δε εκ λίμνης μεγάλης πέριξ της οποίας βόσκουσιν άγριοι ίπποι λευκοί. Ορθώς δε καλείται η λίμνη αυτή μήτηρ του Υπάνεως.

Τι γυρεύεις από μένα, εσύ; Μήπως έρχομαι εγώ να σε βρω; Όλοι εσείς σ’ εμένα έρχεστε, όταν η πείνα ή το βίτσιο σας σπρώχνουν. Ήρθε ο ντον Τζάμε, ήρθαν οι κόρες του, ήρθε ο εγγονός του. Ήρθες κι εσύ, φονιά! Και όταν έχετε ανάγκη είστε καλοί, μετά όμως γίνεστε άγριοι σαν λυσσασμένοι λύκοι. Φύγε…

Έχουν δε περάσει από τον καιρόν που μας εκατέπιε το κήτος είκοσι επτά έτη. Και τα μεν άλλα ίσως είνε υποφερτά• αλλ' έχομεν γείτονας πολύ κακούς και ανυποφόρους, διότι είνε ακοινώνητοι και άγριοι. Πώς, είπα εγώ, είνε και άλλοι εις το κήτος;, Πολλοί, είπεν ο γέρων, και αφιλόξενοι και αλλόκοτοι κατά τας μορφάς.

Όπως όταν στο χλοερόν τον κάμπο κάτω στέκουν το ένα στο πλεβρό του άλλου ορθόκορμα και ισοκέφαλα τα τροφαντά ταστάχια, γαληνεμένα και ήμερα μέσα στου λιοπυριού τη γλύκα και ησυχία, και άξαφνα δριμό σιφουνικό σηκώνεται απάνω απ το βουνό, και χύνεται ανήμερο και φοβερό μέσα στον κάμπο, και τανεμίζει μες τη ζηλεφτή την ησυχία τους, και πέρα δώθε δειλιασμένα τα τινάζει, και κυματίζει πέρα πρόσπερα ο ήσυχος ο κάμπος, ανταρεμένο τόρα πέλαγο μες τις στριγκιές του αγριοσίφουνα βοές και μες των ασταχιών το φοβισμένο φύσημα· έτσι και οι φαντάροι τόρα, καθώς ήταν κάτω ακόμα στη γραμμή, προσεχτικοί νακούσουν και την τελεφταία διαταγή του Επιλοχία, ξιπασμένοι από τις βραχνές αγριοφωνές, που εχύθηκαν απάνω από τις τάπιες κάτω στους στρατώνες τους, εσυνταράχθηκαν στις τάξες τους, εχάλασαν και τις γραμμές, και με τα όπλα όπως έφτασαν μες τη μεγάλη βία τους καθένας κρατημένα, εχύθηκαν πάνω κατά της φυλακής τις τάπιες που έβγαιναν ακόμη οι βραχνές φωνές, ακολουθώντας πίσωθε το Φρούραρχο και τον Επιλοχία, που έτρεξαν μπροστά άγριοι και αλλαξοπρόσωποι κι αφτοί.