United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξακολούθησαν έτσι ως μια ώρα δρόμο, όταν έφτασαν σε μια ράχη, οπούθε φαίνουνταν τα Γιάννινα μέσα στη σκοτεινιά της νύχτας, με τα πολλά τους φώσια, σαν απέραντο πάπλωμα, κεντημένο με χρυσά αστέρια. Σ' αυτή τη μεριά ο Φετάνης λέγει του Λέντζου: — Έχ'ς ένα τσιγάρο;

Ήρθε το μεσημέρι κ' οι αργάτες έφτασαν, τα παιδιά, τα κορίτσια χαρούμενα, μουσκεμμένα στον ίδρωτα. Ξανάσαναν στον ίσκιο της μεγάλης βελανιδιάς, ένυψαν τα χέρια τους κι άρχισαν να τρώνε μ' όρεξη μαύρο ψωμί κι άσπρο τυρί με μεγάλες μπουκιές, με κόκκινα μάγουλα και μ' άσπρα δόντια, όλο υγία, θεριοσύνη.

Εδώ οι Τούρκοι σταματούν· εδώ δεν κυνηγούνται 'Σαν έφτασαν οι χριστιανοί, όσοι έμειναν σκορπούνταιτο Βάλτο, 'ς το Ξηρόμερο, άλλοιτο Καρπενήσι. ................................................... Γλήγορος απ' τα Γιάννινα ο 'Μέρ είχε κινήση Την Επανάστασι μιας να σβύσητην Ελλάδα. Και σέρνει ασκέρια αμέτρητα πεζούρα και καβάλα.

Κι' αφτοί κινούν στα χέρια τους κρατώντας τα τσικούρια και τα πλεχτά σκοινιά μ' ομπρός τα ζα που περπατούσαν· 115 κι' ίσα λοξά ζερβά δεξά παν κάτου απάνου ολούθες. Κι' όταν στης Ίδας έφτασαν τα δροσισμένα πλάγια, πήραν με τροχιστό χαλκό κι' οξές αψηλοκλάρες έκοβαν όλοι βιαστικοί, που με μεγάλους κρότους πέφτανε χάμου.

Και στα γοργά σαν έφτασαν των Μυρμιδόνων πλοία, 185 τον ήβραν που διασκέδαζε μ' ωριόφωνο λαγούτο, ομορφοπλούμιο, κι' αργυρό είχε ζυγό από πάνου, που διάλεξε απ' τ' Αητιού το βιος σαν πήρε το καστρί του· μ' αφτό γλεντούσε, αρματωλών παλικαριές λαλώντας, κι' αντίκρυ είταν ο Πάτροκλος μονάχος καθισμένος 190 ήσυχος, πότε το σκοπό θα πάψει καρτερώντας.

Δεν ξέρω πού έχουν αραμένο το καΐκι τους... Ως τόσο τους είδα. Ήρθαν να ερωτήσουν το δρόμο του Κάστρου από μένα... Ο μπάρμπα-Δήμος ήρχισε να λαμβάνη υπό σπουδαιοτέραν όψιν το πράγμα, εν τούτοις όπως μη αφήση εξ ολοκλήρου την αντιλογίαν του. — Μην είδες όνειρο, άνθρωπε; εφώναξε. Πού θελά βρεθούν οι κορσάροι; — Τους είδα, σου λέω, με τα μάτια μου. 'Όπου κι' αν είνε έφτασαν!

Προχωρούσε ο στρατός με μπροστοφυλακή από «ψιλούς» στρατιώτες κατά ταριστερά, να προφυλάγη το στρατό από τη μεριά της στεριάς. Από τα δεξιά πάλε αρμένιζε γιαλό γιαλό ο στόλος. Έφτασαν έτσι ως τη Γράσση, τη βασιλική εξοχή των Βαντάλων, και την κυριέψανε.

Μα τέλος πια σαν έφτασαν εκεί που καρτερούσαν 780 οι πιο πολλοί και δυνατοί, τριγύρο πυκνωμένοι στον άξιο του Τυδέα γιο, παρόμιοι σα λιοντάρια, ή σαν κάπρια άγρια π' αχαμνή δεν είναι η δύναμη τους, στάθηκε εκεί και χούγιαξε η κρουσταλλόκορφη Ήρα, μιασμένη σαν το Στέντορα πούχε φωνή χαλκένια 785 και τόσο μόνος φώναζε σαν άλλους ως πενήντα «Ντροπής, Αργίτες! Άνατροι, φανταχτεροί στα κάλλη!

Μα αυτά ύστερα τα ονομάτισαν και τα έκαμαν· τότε όμως, άμα ενύχτωσε, τους εσυντρόφευαν όλοι ίσαμε την κάμαρά τους, άλλοι παίζοντας το σουραύλι, άλλοι τη φλογέρα κι άλλοι κρατώντας αψηλά μεγάλες λαμπάδες. Κι όταν έφτασαν κοντά στη θύρα, ετραγουδούσανε με σκληρή κι άγρια φωνή, σαν να ξέσκιζαν τη γις με τσουγγράνα κι όχι σαν να τραγουδούσαν του γάμου το τραγούδι.

Εκεί στην ίδια μεριά, που αγκαλιάσθηκαν και φιλήθηκαν μάννα και παιδί το θεόπικρο αγκάλισμα και φίλημα του ξεχωρισμού εδώ και τόσα χρόνια, εκεί στην ίδια τη μεριά πάλε μάννα και παιδί ξαναφιλιώνταν και ξαναγκαλιάζονταν το χαρμόσυνο φίλημα κι' αγκάλιασμα του ερχομού! Κι' έτσι φιλιώντας κι' αγκαλιάζοντας, έφτασαν στο σπιτοκάλυβο.