United States or South Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέτιος τόπος δεν αχρήζει, Την υγιά σου σαν εγγίζει. 450 Λόγος, κι' έργο· την παλιά τους Απαριάζουν κατοικά τους, Δίχως να χασομερήσουν Μια στιμή, ν' αναχωρήσουν. Ο μικρός ο ταξιδιότης, 455 Οχ το βράσιμο της νιότης, Με γοργά πατήματά του Απηδάει οχ τη χαρά του. Και η γριά, οπού πηγαίνει Όχι καλοκαρδισμένη, 460 Φρονιμώτερα πατάει, Και στο δρόμο τ' οδηγάει·

Τινές δε είπον, «Απέθανεν». Αλλ' ο Ιησούς τον έλαβεν από της χειρός, και εν μέσω των επιφωνημάτων της εκπλήξεως του πλήθους, τον απέδωκεν εις τον πατέρα του, ήσυχον και υγιά. Ο Ιησούς είχε δώσει προηγουμένως εις τους μαθητάς Του την δύναμιν να εκβάλλωσι δαιμόνια, και η δύναμις μάλιστα εξησκήθη επ' ονόματι Του υπό τινων οίτινες δεν ήσαν μεταξύ των ανεγνωρισμένων μαθητών Του.

Οχ κι' εσύ όλο να γκρινιάζης, Όλο θέλεις να μιας σκιάζης· Έχε υγιά, της λεν, θα πάμε· Αλλα λόγια δε γρηκάμε. Το ποτάμι τους αφίνουν, Δίχως άλλο να προσμείνουν· Κι' όσο εδύνονταν τρεχάτα Προς τους κάμπους κόφτουν στράτα. Τα μωρά! δε συλλογιούνται. Τα νερά αρχινάν τραβιούνται. Απομνήσκουν μες την ξέρη, Πέφτουν σε διαβάτων χέρι.

Ημέραν τινά, ενθυμούμαι, μη έχων πρόχειρον εργασίαν να δώση αντί ελεημοσύνης εις πτωχόν υγιά και δυνάμενο να εργασθή, παρήγγειλεν αυτόν να μεταφέρη από την μίαν γωνίαν της αυλής του εις την άλλην σωρόν καυσίμων ξύλων.

Την εσπέραν δεν ηδυνήθην, με την χαράν της καρδιάς μου, να μη διηγηθώ το γεγονός εις ένα άνδρα, εις τον οποίον απέδιδα υγιά φρόνησιν, επειδή έχει νουν αλλά πώς την έπαθα!

Υπάρχει όμως μία μόνη σωτηρία εις αμφότερα ταύτα, να μη ασκώμεν την ψυχήν άνευ του σώμα- τος μήτε το σώμα άνευ της ψυχής, ίνα ούτω υπερασπιζόμενα το έν C. | κατά του άλλου γίνωνται ισόρροπα και υγιά.

Και είνε ακόμη πλούσιος, διότι η μητέρα του με την εργασίαν της του έκαμε περιουσίαν, και είνε ακόμη μνηστευμένος με μίαν Αμερικανίδα εκατομμυριούχον, αλλά προ πάντων είνε νέος άνθρωπος με χαρακτήρα, με αρχάς, με ιδέας, με υγιά αντίληψιν, με όλα τα φυσικά και ηθικά εφόδια δια να ζήση και να προκόψη. Εις το διάστημα των είκοσιν ετών, ο Κώστας Μεμιδώφ εξηκολούθησε και αυτός την ζωήν του.

Σ' αφίνω υγιά πουλάκι μου, σ' αφίνω υγιά πουλί μου. Σ' αφίνω υγιά καρδούλα μου, και της ψυχής ψυχή μου. Εγνώρισες, Κυρά μου, το πόσο σ' αγαπώ; Ή θέλεις να τ' ακούσης να σου το μεταειπώ. Εγώ δεν αποσταίνω, αυτό το σ' αγαπώ, Χίλιαις φοραίς την ώρα εσένα να το ειπώ, Ωστόσο να ηξέρης το πόσο σ' αγαπώ Των αδυνάτων είναι σωστά να σου ειπώ.

Και οι πόνοι του αβγαταίνουν, Και γιατρού ζητάει τη χάρη, Μη ο θάνατος τον πάρη. Εξανάλαβε ωστόσο Με ολίγα την υγιά του. Μον γι' αυτή τη συμφορά του Έκαμε όρκον, όσο ζήση, Να δειπνάη μον' το βράδυ Με νερό και παξιμάδι. Ψ ε μ μ α τ ά ρ η ς Τόσο ο Μυθούλης να ψεμματάη Από μικρούθε το συνηθάει, Οπού η γλώσσα να του λαθέψη Δεν είναι τρόπος, και ν' αληθέψη.

Όταν ο ζωμός χυθείς εις μίαν βαθείαν λοπάδα εκρύωσεν αρκετά, ο γίγας επανέλαβεν: — Ο Γλαύκος είπεν, ότι δεν πρέπει να κινήσαι όσον είνε δυνατόν, ότι πρέπει μάλιστα να αποφεύγης να κινής και τον υγιά βραχίονά σου και η Γαλλίνα με διέταξε να σου δώσω να φάγης. Καθίσας πλησίον της κλίνης ο Ούρσος ελάμβανεν εκ της λοπάδος ζωμόν με μικρόν κύπελλον, το οποίον παρουσίαζεν εις τα χείλη του ασθενούς.