United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Βινίκιος ενόησε τότε, ότι ο ιατρός, όστις του είχεν επιδέσει τα τραύματα, ήτο ο Γλαύκος, του οποίου και αυτός εγνώριζε την ιστορίαν. Όσον αφορά τον Ούρσον, αι ολίγαι αυταί στιγμαί και οι λόγοι του Γλαύκου ήσαν ως αστραπή εν σκότει· ανεγνώρισε τον Χίλωνα. Αρπάσας τους δύο βραχίονάς του τους έφερεν οπίσω. — Είνε αυτός, ανέκραξεν, όστις με έπεισε να φονεύσω τον Γλαύκον.

Ο Γλαύκος ζη, αυθέντα, και αν άπαξ με ίδη, συ δεν θα με ίδης πλέον ποτέ! Και τότε ποίος θα σου ανεύρη την κόρην; — Τι να κάμωμεν; ποίον μέσον θεραπείας υπάρχει; τι θέλεις να επιχειρήσωμεν; ηρώτησεν ο Βινίκιος. — Ο Αριστοτέλης μας διδάσκει ότι πρέπει να θυσιάζωμεν τα μικρά διά τα μεγάλα.

Τότε, κύριε, ο Γλαύκος θα μείνη πλησίον σου, είπεν ο Κρίσπος, και θα σε νοσηλεύση. — Γέρον, είπεν ο Βινίκιος, άκουσον καλώς τους λόγους μου. Σου οφείλω ευγνωμοσύνην και έχω εμπιστοσύνην εις σε· πλην δεν μου λέγεις τι σκέπτεσαι περί εμού κατά βάθος. Φοβείσαι, μήπως καλέσω τους δούλους μου και τους διατάξω να αρπάσουν την Λίγειαν. — Μάλιστα, απήντησε σοβαρώς ο Κρίσπος.

Αχ, η θάλασσα! τώρα σα γλαυκός αχνός κι όχι σα νερό, ανεβασμένη απάνω στον ουρανό, τώρα πάλι σαν ασπίδα χρυσή στον ήλιο: και στης ασπίδας τον αφαλό ένα γιγάντιο μυτερό πετράδι ζαφειρένιο, η Αίγινα με τον ιερό της κώνο. . . Λόφοι εσείς απαλοί και πράσινοι και θάλασσα αρχαία που λάμπεις, με τα μαύρα καράβια των καημών που σε σιγοπερπατούν! πόσα μάτια σας έχουν κυττάξει απ’ τον παλιό καιρό, εδώ απ’ το βουνό του Φιλοπάππου απάνω, σαν τώρα που ξαστράφτει η ομορφιά σας, κι απ' τα αιώνια νιάτα σας άντλησαν ελπίδα για της ζωής τη χαρά!

Όταν ήτο ακόμη παιδίον εις την εξοχήν του Αούλου, εν Σικελία, παρεκάλει μίαν γραίαν δούλην εξ Αιγύπτου να της διηγήται ιστορίας με δράκοντας κατοικούντας εις σπήλαια. Της εφάνη ότι ο γλαυκός οφθαλμός ενός εκ των τεράτων εκείνων την παρετήρει ασκαδραμυκτί.

Τότε ύπαγε μεταξύ των χριστιανών, ύπαγε εις τους οίκους της προσευχής και ερώτησον τους αδελφούς μας πού είνε ο Γλαύκος ο ιατρός, και όταν σου τον δείξουν, εν ονόματι του Χριστού, φόνευσέ τον! — Γλαύκος; . . . επανέλαβεν ο εργάτης, ως να ήθελε να εγχαράξη το όνομα τούτο εις την μνήμην του. — Τον γνωρίζεις; — Όχι δεν τον γνωρίζω.

Ησθάνετο ότι έπιπτεν εις μίαν άβυσσον, αλλά συγχρόνως εδοκίμαζε μεγάλην ευεξίαν και ενόμιζεν εαυτόν ευτυχή. Τω εφαίνετο ότι κάποια θεότης επλανάτο επ' αυτού. Εν τούτοις ο Γλαύκος είχε τελειώσει το πλύσιμον του επί της κεφαλής τραύματος και επέθετεν επ' αυτού αλοιφήν. Η Λίγεια προσήγγισεν εις τα χείλη του τραυματίου κύπελλον ύδατος και οίνου. Εκείνος έπιεν απλήστως.

Θα λάβω τους άνδρας εντός της ημέρας και θα τους ειδοποιήσω ότι από το εσπέρας της αύριον δι' εκάστην ημέραν κατά την οποίαν θα ζη ακόμη ο Γλαύκος, θα ελαττώνω τα σεστέρτιά των. Ο Βινίκιος υπεσχέθη ακόμη μίαν φοράν εις τον Χίλωνα το ζητηθέν ποσόν, έπειτα δε τον ηρώτησε ποίας ειδήσεις φέρει, πού επήγεν εν τω μεταξύ, και τι ανεκάλυψεν.

Αφ' ετέρου όμως παρηγορήθη εκ του ότι και ο Γλαύκος δεν θα τον εφόνευε, και αν τον ανεγνώριζεν ακόμη, κατόπιν της διδασκαλίας αυτής.

Η ανάμνησις των συμβάντων τούτων τω ήτο αμυδρά, διότι ο άθλιος είχεν εγκαταλείψει τον Γλαύκον αγωνιώντα, όχι εις πανδοχείον, αλλ' εις αγρόν, παρά τας Μεντούρνας. Είχε προΐδει τα πάντα, εκτός του ότι ο Γλαύκος θα εθεραπεύετο από τας πληγάς και θα έφθανεν εις την Ρώμην. Σήμερον επρόκειτο να απαλλαγή απ' αυτόν, και προς τούτο έπρεπε να εκλέξη ανθρώπους καταλλήλους.