United States or Maldives ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Να συντρίβω, να κρατώ πιασμένους, είναι η δύναμίς μουέλεγε «Ένα ωραίο αγόρι μου έκλεψαν, ένα αγόρι, που το εφίλησα, αλλά δεν το εφίλησα νεκρόν. Επανήλθε πάλιν μεταξύ των ανθρώπων, βόσκει τας αίγας επάνω εις το βουνό, αναρριχάται προς τα επάνω, πάντοτε υψηλότερα, μακράν από τους άλλους, όχι όμως από εμέ! Είναι ιδικόν μου! Το έχω διά τον εαυτόν μου

Δεν λέγει «Οφείλω», αλλά «πρέπον εστιν ημίν». Δεν λέγει «χρείαν έχω βαπτισθήναι», ουδέ λέγει «χρείαν ουκ έχεις βαπτισθήναι υπ' εμού», αλλ' «άφες άρτι». Το βάπτισμα τούτο είναι αληθώς βάπτισμα μετανοίας.

Στρώσετε την ύπαρξη του αρχαίου Κόσμου μπροστά μου, μουρμούρισεν ο Ρένας, και αφίσετε με να περάσω ντυμένος το χιτώνα και τα πέδιλα.,,, Η σκλαβιά του τωρινού ρούχου! Ποια επανάσταση μεγάλη θα την αλλάξει σε στάχτη.,, Στεφάνια και αλυσίδες από λευκά χέρια με περιβάλλετε.,,, Μα να έχω βάλει και το σκούφο μου.,,, Πάει στο διάβολο.

Τότε ο λεβέντης Έχτορας της απαντάει διο λόγια «Μη με κερνάς καρδόγλυκο κρασί, καλή μου μάννα, μη μ' αποστάσεις κι' όρεξη δεν έχω πια για μάχη. 265 Σκιάζουμαι κιόλας μ' άνιφτα τα χέρια το φλογάτο κρασί στο μαβροσύγνεφο να στάξω γιο του Κρόνου· μήτε π' ακούστηκε ποτές παράκλησες του Δία να κάνεις μες στα αίματα χωμένος και στη λέρα.

Η γραία προσεποιήθη ότι δεν ήκουσε την έκφρασιν της δυσπιστίας του. — Τι μ' επείραζε λοιπόν, να σε πάρω μαζή μου! Ούτε ναύλον επλήρωσα. Δεν ήθελε να πληρωθή ο καραβοκύρης. Το ψωμί που τρώγεις μαζή μου θα λογαριάσης; Μου κάμνεις άδικον να τα λέγης αυτά και να τα συλλογίζεσαι, Γιάννη. Το κάτω κάτω, έχω χρέος εγώ να μη σε παραιτήσω. Έχω χρέος!

Έχει μεγαλοπρέπειαν το βάδισμά της; Ενθυμήσου αν ποτέ παρετήρησες μεγαλοπρεπές παράστημα. ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Έρπει, κυρία. Και η στάσις και το βάδισμά της είναι ένα και το αυτό. Φαίνεται, σώμα άψυχον, άγαλμα μάλλον ή άνθρωπος. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είναι βέβαιον; ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Εκτός αν δεν έχω παρατηρητικόν. ΧΑΡΜΙΟΝ. Παρατηρητάς 'σαν αυτόν δεν έχομεν ούτε τρεις εις την Αίγυπτον.

Τότε λοιπόν τι είσαι εδώ; — Διά να φυλάγω την πόρτα. — Και είνε μοναχός ο αυθέντης σου; — ΌχιΕίνε και άλλοι; — Πολλοί. — Ποιος και ποιος; — Δεν τους γνωρίζω. — Θα πάγης όμως να του πης... — Εγώ; — Θα πης ότι ήλθα διά σπουδαίαν υπόθεσιν. — Όχι δα. — Και έχω ανάγκην να του μιλήσω. — Δεν γίνεται. — Σου λέγω, είμαι σταλμένος. — Ας πα να είσαι. — Δεν το κουνάς, βλέπω.

Έχω πολλά . . . Και εξηκολούθησε τον δρόμον του τρέχων. Πράγματι μετά το γεύμα συναντήθημεν. Το πρόσωπόν του ήτο αίθριον, ωσάν ανέφελος ουρανός.

Μη σε στενοχωρεί που μώδωκες την καβάλα σου; Μου ξανάειπε. Εγώ δε μπόρεσα να κρατήσω έν' αλαφρό αναστέναγμα που γεννήθηκε μέσα μου από κάθε άλλο αίσθημα παρά από τη στενοχώρια, πώβαζε αυτή με το νου της. Όμως για να μη την αφήκω να μένη στη βλαβερή ιδέα της, της μίλησα χαμογελώντας πάλι: — Τώρα σ' έκαμα να μου μιλάς, δεν έχω ανάγκη να ξαναξεφουρνίζω ζωηρά λόγια, δεν το κατάλαβες;

Δεν έχω ανάγκη, παιδί μου. Έννοια σου, βαστάω ακόμα, έλεγε ο Καπετάν-Μοναχάκης. Την άλλη μέρα το πρωί ο καιρός έγινε ξόδι. Ο Καπετάν-Μοναχάκης φώναξε το λοστρόμο. — Άκουσε, Γιαννιό! Ο λοστρόμος έτρεξε. — Να μαζέψωμε τάλλα τα πανιά... Με την τουρκετίνα, αμπάσσο μούδα τη γάπια και τη μπούμα θα το κρατήσωμε τραβέρσο. Τραβέρσο, να ιδούμε ως πότε θα φυσάη ο διαλόκαιρος!...