United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε λοιπόν τι είσαι εδώ; — Διά να φυλάγω την πόρτα. — Και είνε μοναχός ο αυθέντης σου; — ΌχιΕίνε και άλλοι; — Πολλοί. — Ποιος και ποιος; — Δεν τους γνωρίζω. — Θα πάγης όμως να του πης... — Εγώ; — Θα πης ότι ήλθα διά σπουδαίαν υπόθεσιν. — Όχι δα. — Και έχω ανάγκην να του μιλήσω. — Δεν γίνεται. — Σου λέγω, είμαι σταλμένος. — Ας πα να είσαι. — Δεν το κουνάς, βλέπω.

Αυτά 'πε, και το μέγαρον διάβηκεν η γραία να φέρη ποδονίψιμο, τι χύθ' όλο το πρώτο· και αφού καλά τον ένιψε κ' εμύρωσεν εκείνη, 505 εις την φωτιά να πυρωθή σίμωσε το θρονί του και με τα ράκη σκέπασε το λάβωμ' ο Οδυσσέας· τότ' άρχισεν η φρόνιμη να λέγη Πηνελόπη· «Ω ξένε, τώρα κάτι εγώ θα σ' ερωτήσω ακόμη· ότ' ήδη φθάνει της γλυκειάς ανάπαυσης η ώρα 510αυτούς, 'που πιάν' ύπνος γλυκός, μ' όση και αν έχουν θλίψι. αλλ' άμετρην διώρισε λύπηνεμένα η μοίρα. όσ' είν' ημέρα ευφραίνομαι με στεναγμούς, με θρήνους, 'ς το σπίτι ενώ τα έργα μου προσέχω και των δούλων· αλλ' άμ' η νύκτα καταιβή και όλοι γλυκοκοιμούνται, 515την κλίνην, οπού κείτομαι, την έρημη καρδία, σκληροί μου σφίγγουν λογισμοί και βιάζουν με να κλαίω. και όπως αηδόνα η πράσινη, η κόρη του Πανδάρου, γλυκολαλεί, της άνοιξης άμα ο καιρός γυρίση, ενώτων δένδρων κάθεται τα φουντωμένα φύλλα, 520 και ως χύνει την πολόηχη φωνή της συχναλλάζει, τον Ιτυλόν της κλαίοντας, παιδί της, 'που 'χε σφάξει άγνωστα εκείνη, τον υιόν του Ζήθου βασιλέα· όμοια κ' εμένα εδώ κ' εκεί σαλεύεται η καρδία, αν θα σταθώ με το παιδί, και ως είμαι να φυλάγω 525 το είναι μου, ταις δούλαις μου και το υψηλό παλάτι, σέβας της κλίνης νυμφικής και της φωνής του κόσμου, ή απ' τους μνηστήραις Αχαιούς ήδη θ' ακολουθήσω κείνον οπ' είναι ανώτερος και πλήθια δίδει δώρα. και όσ' ήταν άγνωστο παιδί δεν μ' εσυγχώρει ο υιός μου 530 άνδρα να πάρω αφίνοντας του πρώτου ανδρός το δώμα· πλην τώρ' ότ' εμεγάλωσε και παλληκάρι εγίνη, λεπείται την ουσία του, 'που τρώγουν οι μνηστήρες, και τους θεούς παρακαλεί να υπάγω εις τους γονείς μου. αλλ' όνειρο τώρ' άκουσε, και να μου το εξηγήσης· 535το σπίτι χήναις είκοσι με μοσκευτό σιτάρι εγώ τρέφω, κ' ευφραίνομαι καθώς ταις βλέπω εμπρός μου. μέγας αετός κυρτόμυτος απ' τ' όρος εκατέβη και τους λαιμούς των έκοψε· νεκραίς επέσαν όλαιςτο μέγαρο, και ο αετός σηκώθητον αιθέρα· 540 κ' εγώ μες τ' όνειρ' έκαμνα ξεφωνητό και κλάψα· κ' εμένα η καλοπλέξουδαις κυκλώσαν Αχαιίδες ενώ 'κλαια πως αετός μου φόνευσε ταις χήναις· γύρισε αυτός κ' εκάθισετην κορυφή της σκέπης, και με φωνήν ανθρώπινη μ' εμπόδιζε να κλαίω· 545θάρρεψε, ω κόρη του γνωστούτον κόσμον Ικαρίου, όχι όνειρον, αλλ' όραμα καλό 'που θ' αληθεύση· η χήνες τους μνηστήραις σου δηλούν, κ' εγώ, 'που ως τώρα ήμουν αετός, ο άνδρας σου τώρ' είμαι κ' επανήλθα να δώσω τέλος άσχημον εις όλους τους μνηστήραις.— 550 αυτά 'πε κείνος και άφησεν εμένα ο γλυκός ύπνος· και όπως τα μάτια γύρισατο σπίτ' είδα ταις χήναις 'που τρώγαν σίτον ως προτού τριγύρωτην λεκάνη».

Α ιδού εκείνη η εύμορφη χωριατοπούλα, την οποίαν τόσο ακριβά φυλάγω εις την ενθύμησίν μου. Ναι, ω Αδήλ, αυτή είναι εκείνη και εδώ σου την έφερα διά να τελειώσω την ευτυχίαν σου.

Η αδερφή μου η Άννούλα, έξη χρόνια μεγαλήτερή μου, κοίταζε τις μικροδουλειές του σπιτιού, μου έκανε και την παραμάννα. Βλέπεις τώρα πως είχα κι αδερφή. Τη ζωγραφιά της θα τηνε δης κατόπι. Τη φυλάγω σε ξεχωριστή γωνιά της καρδιάς μου, με καντηλάκι αναμμένο μπροστά της, που δε σβύνει ποτές. Πήγαμε λοιπό στην εκκλησιά εκείνη την Κεριακή.

Έχω ένα πολύτιμο γράμμα του Taine απάνω στη Ζούλια μου, που το φυλάγω για καμάρι και παρηγοριά μου, γιατί το διαβάζω κάποτες και λέω· «Αι! δε θα είμαι και τόσο μπόσικος όπως το θαρρούνε στην ΑθήναΧρέος μου ναναφέρω κ' ένα λαμπρό άρθρο του μεγάλου μου φίλου του Anatole France, που το συλλογιούμαι και ντρέπουμαι· τι δεν είπε για τη «Ζούλια».

Κοιμάσαι συ. Εγώ στέκω έξυπνος, και σε φυλάγω. Άμα φέξη, άμα εβγή ο αστέρας, άμα το πρώτο γλυκοχάραγμα φανή στον ουρανό, σ' εξυπνώ, ή ξυπνάς μοναχή σου, και φεύγομε. Θέλεις άλλο τίποτε; Δεν πιστεύεις εμένα; Εγώ είμαι πατέρας σου. Η Αϊμά δεν ετόλμησε να επιμείνη, και ηναγκάσθη να δεχθή το μέσον τούτο. Ο Πρωτόγυφτος εκλείδωσεν έσωθεν την θύραν, και τη έδωκε την κλείδα.