United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι τον έρριξε όμως σε χώρες θεοσκότεινες και ψυχρές, χώρες σταλήθεια ξένες, που ψυχή να σε συμπονέση δεν βρίσκεται, μα και να λουβιάσης, εξόν ίσως καμιά δροσόλευκη παραμάννα στο νοσοκομείο, σε τόπους που κι αγάπη να βρης, έρχεται κι αυτή και σου φαρμακεύει άλλες αγάπες, που για να μην πεθάνης της πείνας δουλεύεις όσην ώρα δεν κοίτεσαι στο κρεββάτι αποσταμένος, που να μείνης μισήν ώρα καθάριος αδύνατο πράμα, αφού κι ο αέρας που ανεσαίνεις είνε μισός καπνίλα, που ως και τα πλεμόνια του ανθρώπου μαυρίζουνε μια για πάντατι τον έκαμε τον Τραμουντάνα κ' έσυρε στα νιάτα του εκεί απάνω, που τον αντάμωσα χρόνους και χρόνους κατόπι ξέννοιαστο, πέτρα μονάχη, λησμονησιάρη, δίχως μήτε φυλαχτήρι από μάννα ή αδερφή, δίχως άλλο της πατρίδας σημάδι παρά το μαυριδερό του το πρόσωποτι τον πέταξε σε τέτοια πολύκοσμη ερημιά, είταν κ' είνε ακόμα μυστήριο, που για να το ξεδιαλύνω του κάκου ρώτηξα πολλούς σαν και λόγου του.

Μην κυττάς που ψευτίζουμε με τον καιρό. Φεύγουμε από τη μάννα και πάμε στην παραμάννα γι' αυτό. Δόξα σοι ο Θεός, εγώ δεν τόπαθα τέτοιο κακό. Έμεινα πάντα στον κόρφο της μάννας μου. — Αλήθεια· δόξα σοι ο Θεός! είπε ο Δημητράκης με λύπη. Μα εγώ δε μπορώ να το καυχηθώ για τον εαυτό μου. Εγώ έφυγα έφυγα κ' είνε ζήτημα αν θα μπορέσω να την ξαναυρώ. Για τούτο τώρα δε μπορώ να νοιώσω το κέντημά σου.

Κ' η παραμάννα η άμοιρη του Θευχαρίδη, που ήταν το σπίτι της στο σπίτι μου κοντά, πόρτα με πόρτα, με θερμοπαρακάλεσε να πάω στο πανηγύρι· κ' η δόλια εγώ ξεκίνησα να πάω ν' ακλουθήσω φορώντας το ξανθόλινο κι ώμορφο φόρεμά μου και στολισμένη με ταχνό της Κλεαρίστας πέπλο. Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.

Σώζουνταν όμως πάντα το δέφτερο πρόσωπο λύη · εμείς το σιάξαμε κι αφτό και βάλαμε παντού στον παθητικό την κατάληξη -σαις Η αντωνυμία ημείς δεν είχε πρώτα δασεία · την πήρε από το δέφτερο πρόσωπο υμείς . Βλέπετε που οι αρχαίοι έκαμαν απάνω κάτω τον ίδιο λογαριασμό που έκαμνε κ' η παραμάννα. — «Ημείς βέβαια!

Και αφ' ου αρχίσουν από τότε που οι υιοί των είναι μικρά παιδιά, τους διδάσκουν και τους νουθετούν μέχρι τέλους της ζωής των ευθύς που αρχίση κανείς να καταλαμβάνη όσα του λέγουν, και η παραμάννα και η μήτηρ και ο παιδαγωγός και ο ίδιος ο πατήρ συναγωνίζονται το πράγμα, διά να γείνη δηλαδή το παιδίον όσον το δυνατόν καλύτερον, διδάσκοντες αυτό και δεικνύοντες εις κάθε μίαν πράξιν και εις κάθε λόγον, ότι τούτο μεν είναι δίκαιον, εκείνο δε είναι άδικον και τούτο μεν είναι ωραίον, εκείνο δε άσχημον, και τούτο μεν είναι άγιον, εκείνο δε ασεβές, και αυτά μεν να τα κάμνης, εκείνα δε να μη τα κάμνης· και αν μεν το παιδίον υπακούη εις αυτά με το καλόν, το επαινούν εάν δε δεν ακούη, καθώς ισάζουν έν δένδρον, το οποίον γίνεται στραβόν και κυρτόν, έτσι ισάζουν και αυτό με φοβέρας και κτυπήματα.

Η αδερφή μου η Άννούλα, έξη χρόνια μεγαλήτερή μου, κοίταζε τις μικροδουλειές του σπιτιού, μου έκανε και την παραμάννα. Βλέπεις τώρα πως είχα κι αδερφή. Τη ζωγραφιά της θα τηνε δης κατόπι. Τη φυλάγω σε ξεχωριστή γωνιά της καρδιάς μου, με καντηλάκι αναμμένο μπροστά της, που δε σβύνει ποτές. Πήγαμε λοιπό στην εκκλησιά εκείνη την Κεριακή.