Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Πώς πέρασαν αυτά τα τέσσερα χρόνια, από την ώρα που πρωτοάνοιξα τα μάτια μου, ως την Κεριακή εκείνη που μ' ένιψε η μάννα μου στης αυλής τη βρυσούλα, είναι άγραφη ιστορία. Στο νου μου δε γράφηκε. Τι να τη λέγω; Δανεισμένα λόγια θα λέγω.

Κι άμα γύρισε, έδιωξε μαζί με τους συγκλητικούς και τα δυο ανίψια του Αναστασίου, Υπάτιο και Πομπήιο. Του κάκου αυτοί τονέ βεβαίωναν πως είταν αθώοι. Μαθόντας την Κεριακή εκείνη ο λαός πως ο Υπάτιος κι ο Πομπήιος δώχτηκαν από το Παλάτι, τρέχει στο μέγαρο του Υπατίου και τονέ διορίζει Βασιλέα. Ό,τι μπόρεσε έκαμε η γυναίκα του Μαρία να τον καταπείση ναποφύγη το ζαχαρωμένο αυτό φαρμάκι.

Εκείνο που ίσως πρέπει να ξέρης είναι τι λογής γυναίκα είταν η μάννα μου, και με τι λογής μάτια μ' έμαθε να βλέπω τον κόσμο. Και τότες με καλό αρχίζουμε τη δουλειά μας. Πρώτη φορά που φύλαξα την εικόνα της μάννας στο νου μου μέσα, είτανε σα μ' ένιβε μια Κεριακή πρωί και με συγύριζε να με πάη στην Εκκλησιά. Πρέπει να είμουν ως τεσσάρω χρονώ.

Η αδερφή μου η Άννούλα, έξη χρόνια μεγαλήτερή μου, κοίταζε τις μικροδουλειές του σπιτιού, μου έκανε και την παραμάννα. Βλέπεις τώρα πως είχα κι αδερφή. Τη ζωγραφιά της θα τηνε δης κατόπι. Τη φυλάγω σε ξεχωριστή γωνιά της καρδιάς μου, με καντηλάκι αναμμένο μπροστά της, που δε σβύνει ποτές. Πήγαμε λοιπό στην εκκλησιά εκείνη την Κεριακή.

Από την κεριακή αξούριστος, αγουροπρησμένα τα μάτια του με την ξαγρυπνιά, σα νυχτοκλέφτης φαινότανε. Περνάει απόδιπλ' από του Μιχάλη, ανταμώνει ένα του άνθρωπο παραόξω που μάζευε καψόξυλα για τη φωτιά της Μιχάλαινας, και τονε στέλνει να πάη να φωνάξη τον αδερφό του. — Μα, αφέντη, κάνει ο δουλευτής, λογιάζοντας ολόγυρα στον αέρα και θέλοντας να πη πως δεν καλοξημέρωσ' ακόμα.

Δημήτρη του λέει· πάρε αυτή τη δεκάρα και την Κεριακή που θάρθω στο σχολείο με τον επιθεωρητή, εκεί που θα μιλούμε 'μεις, εσύ να έχης ένα κομμάτι παληόπανο να το κολλήσης από πίσω στο σουρτούκο του δασκάλου άκουσες; Το παιδί εχαμογέλασε. — Και σα με μαντατέψουνε; είπε. — Ποιος θα το κάμη που τονε σκοτώνω; Να κάμης καθώς σου λέω και θα σου δώκω κι' άλλη μια δεκάρα.

Τρέχα, ζωντοχήρα μου, από την πισόπορτα. Ας φύγουμε και μεις από το παράθυρο. Α δεν είτανε Σαβάτο βράδυ και ξημέρωμα Κεριακή, θα σ' έπαιρνα να πάμε και σε κανένα φτωχικό νυχτέρι, να κρυφοκαθίσουμε σε μιαν κώχη, και να καμαρώσουμε όλη τη γειτονιά.

Την Κεριακή η Ασήμω την πέρασε, σα δεν πετιούνταν καμιά να τηνε δη και να τη μακαρίση, βγάζοντας κι αραδιάζοντας όσα προικιά τα είχε από χρόνια θησαυρισμένα, και μετρώντας τα και ψάχνοντάς τα.

Τις 17, Σαββάτο, κάμνει πάλι ο στρατός καινούρια δοκιμή να πνίξη την επανάσταση. Περιζώνει τον όχλο μέσα στ' οχτάγωνο χτίριο του Αυγουσταίου, μα δε δυνήθηκε να τους βγάλη, κ' έβαλε στο χτίριο φωτιά. Την Κεριακή πρωί παίρνει Βαγγέλιο στο χέρι ο Ιουστινιανός, και παρουσιάζεται στα Κάθισμα.

Σέβουμαι και την αθάνατη γλώσσα και μένα τον ίδιο που τη γράφω. Κ' έτσι κατωρθώσαμε πράματα μεγάλα. Το θάνατο σκοτώσαμε. Να σκοτώναμε τώρα λιγάκι και τους δασκάλους, καλό θάτανε. Από κει βγαίνει ζωή. Ο πρόθυμός σας. Παρίσι, 9 του Απρίλη, μέρα Κεριακή, 1893.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν