United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παρετήρησεν ο Μπάρμπα Σταύρος. Και αληθώς είδον και οι δύο από του παραθύρου να διέρχηται ο κράξας απέξω πρότερον: «άιντε Μπάρμπα Σταύρομε υποδήματα μεγάλα, με σουρτούκο μακρύ αμπαδένιο, με κασκέτο εκ δέρματος προβατίνας μαύρης, ακατεργάστου, ως μαλαχτάρι, και με ένα μάλλινον με πρασινοκόκκινα λωρία μανδήλι ως ζωνάριον περί τον λαιμόν, κρατών εις την κόκκινην εκ του ψύχους χείρα του βαρύ και μακρύ κοντάριον, και βυθιζόμενος εις την μαλακήν χιόνα βήμα προς βήμα, ήτις έτριζε πενθίμως υπό τα βαρέα υποδήματά του κατακαθίζουσα.

Σαν έφτασε να μην έχη να φάη κανένας δεν τούδινε. Έβαλε και το σουρτούκο του αμανάτι Πέθανε στην ψάθα. Πέντε χριστιανοί πήγανε στο λείψανο του. Κάλλια να μην πηγαίνανε κι' αυτοί. Ξέρεις ποια ήτανε η παριγοριά τους. «Κ' η μεγάλη καλωσύνη, θεια Μαχώ, κουταμάρα είνε μαθές». Έτσι λέγανε στη μαννού μου. Αυτό ήτανε το συχώριο τους. Τακούς, συμπέθερε; Κούνησα το κεφάλι μου. — Τακούω να λες! ξαναείπε.

Δημήτρη του λέει· πάρε αυτή τη δεκάρα και την Κεριακή που θάρθω στο σχολείο με τον επιθεωρητή, εκεί που θα μιλούμε 'μεις, εσύ να έχης ένα κομμάτι παληόπανο να το κολλήσης από πίσω στο σουρτούκο του δασκάλου άκουσες; Το παιδί εχαμογέλασε. — Και σα με μαντατέψουνε; είπε. — Ποιος θα το κάμη που τονε σκοτώνω; Να κάμης καθώς σου λέω και θα σου δώκω κι' άλλη μια δεκάρα.