Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Η δυο ψυχαίς πάντα, πετούν... Πετούν ολίγο ακόμα Και φτάνουν 'ς ένα ψήλωμα... — Θανάση, στάσου τώρα Κι' ολόγυρά σου κύτταξε. — Δεσπότη!... Ποια είν' εκείνη Η χώρα που μαυρολογά, χτισμένη 'ς εφτά ράχαις;.. Μου φαίνεται άγρια θάλασσα, και το ροχχάλιασμά της Τακούω που φτάνει ως εδώ;... — Ελεημοσύνη... Ένα σπαθί... Πριν φέξη τήνε πέρνω. — Διάκε, δεν ήρθ' η ώρα μας.
— Μην απελπίζεσαι, άνθρωπε! Τόσοι και τόσοι ιατρεύθησαν. Να σου τους ονοματίσω πάλιν ένα κ' ένα; Μάτια είχαν κ' εκείνοι, καθώς εσύ. Τα έχασαν και τους τα έδωκε πάλιν ο Θεός. — Ελέησόν με ο Θεός.... — Σου είπα, Γιάννη, να μη το λέγης αυτό! Λέγε το μέσα σου και ο Θεός τακούει. — Θέλω να τακούω κ' εγώ. Ξεθυμαίνω. — Λέγε το λοιπόν να ξεθυμαίνης! Και ηγέρθη η Κυρά Λοξή μετά τινος ανυπομονησίας.
Είχε αποφασίσει να ξενιτεφτή. «Ξέρω, της έγραφε, πως τον αγαπάς· κάθε μέρα το λέει ο κόσμος και τακούω. Να ζήσης, να ζήσης χρόνια μαζί του· να χαρής τα λαμπρά σου τα νιάτα. Είναι καλός, είναι γενναίος, και τον αγαπώ, που σε διάλεξε εσένα, που θα φροντίση πάντα για σένα, που θα είναι πάντα με σένα. Εγώ φέβγω, φέβγω μακριά. Τι σε πειράζει τώρα να στο πω; Δεν μπορώ πια κρυφό να το βαστάξω.
Να μη φέξη, για τόνομα του Θεού: Ας μπορούσε τουλάχιστο να φέξη μια ώρα πιο αργά· να ξεχνιάση το Χάρο. Τι είναι που τρίζει; Κάτι κρότους ακούω. Ο κρότος μεγαλώνει. Με τρομάζει. Κατάλαβα τι είναι. Τίποτις δεν είναι. Του παπού η αναπνοή, στην κάμερη πλάγι, που κοιμάται. Βαριά, βαριά παίρνει την αναπνοή του. Δυσκολέβεται να την πάρη. Τι καρδιοχτύπια είναι τούτα; Τακούω ίσια με δω.
Σαν έφτασε να μην έχη να φάη κανένας δεν τούδινε. Έβαλε και το σουρτούκο του αμανάτι Πέθανε στην ψάθα. Πέντε χριστιανοί πήγανε στο λείψανο του. Κάλλια να μην πηγαίνανε κι' αυτοί. Ξέρεις ποια ήτανε η παριγοριά τους. «Κ' η μεγάλη καλωσύνη, θεια Μαχώ, κουταμάρα είνε μαθές». Έτσι λέγανε στη μαννού μου. Αυτό ήτανε το συχώριο τους. Τακούς, συμπέθερε; Κούνησα το κεφάλι μου. — Τακούω να λες! ξαναείπε.
Πώς να σ' πω; Ο καινούργιος δήμαρχος έχει σκοπό να καθαρίση το χωριό, κι' άρχισεν από τα φαντάσματα. Όξ' από δω! — Αχ, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο, επανέλαβεν η γραία γείτων. Πάθαμε τάπαθα. Δεν τάμαθες, μαθές; — Πού να τα μάθω πίσω 'σ τα πράματα: — Πάει το σπιτάκι μου, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο. Το παίρνει ο δρόμος. Τ' ακούς αυτά, παιδί μ' γερω-Μπαρέκο; Τακούω, πες. Το παίρνει το σχέδιο.
Τον επόνεσε η καρδιά μου. Δεν μπόρεσα να του πω τίποτε· — Τακούω να λες! ξαναείπε μ' έναν αναστεναγμό. Ο φονιάς, με τα γλυκά γαλανά μάτια, με κύτταξε κάμποση ώρα κατάματα και ξανάρχισε, τινάζοντας το τσιμπούκι του στο χώμα. Τώρα τα λόγια του ήτανε πιο ζωηρά και το πρόσωπό του κατακόκκινο: — Θέλεις τώρα να μάθης πώς έγινε το ξαφνικό; Βέβαια, δεν το χωράει ο νους σου.
— Μπρε το ζηλιαρόκατο! είπεν η μάνα μου, πούτον με τις άλλες γυναίκες. — Όι, τη μούρη σ' αγαπά! είπε μια ξαδέρφη μου. Μωρέ νιός και θέλγει κιαγαπητική! Εγώ πλησίασα πεισμωμένος και κτυπώντας τους γρόθους μου τον ένα στον άλλο, είπα στη ξαδέρφη μου: — Ναι, ναι, εμέν' αγαπά. Α δε σ' αρέσω σένα, του Βαγγελιού ταρέσω. Μου το λέει αυτή κείντα λες εσύ δεν τακούω.
— Καλά χαμπέρια, αι, μπάρμπα Νικολή; του είπε και ο Σμυρνιός πλησιάσας. — Ναι, μόνο να τα βγάλη ο Θεός αληθινά. — Θα τα βγάλη και θα το δης. — Μα δε μου λες, σύντεκνε Σήφη, ηρώτησεν έπειτα ο Σαϊτονικολής τον παρακαθήμενον δημογέροντα, είντα βασίλειο είν' αυτή η ... πώς την είπες; — Η Δανιμαρκία; — Ναίσκε, η Δανιμαρκία. — Κ' εγώ πρώτη φορά τακούω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν