United States or India ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μήγαρ αυτό δεν κάνει όλη η Ρωμιοσύνη, και σκλαβωμένη και λεύτερη; Γιατί όχι κι ο πατριώτης; Ό,τι δεν είναι πάρε και δόσε, είναι δασκαλήσιο πράμα· πράμα να πηγαίνης και να τακούς μια φορά το χρόνο, όταν ο δάσκαλος τα λέγη με λόγια που φόβο δεν έχει να τα καταλάβη κανένας Τούρκος, μα μήτε και Ρωμιός. «Πατρίς, Μούσαι, Ελικών, καθειργασάτην». — Κ' έτσι γίνεται η δουλειά της πατρίδας!

Και βιολιά, και λαούτα, ακούς, και λογιών-τω-λογιών τα λαλούμενα, τακούς, κι' όλ' οι βιολιτζήδες οι ντόπιοι, τρεις ξένοι, οι τουρκόγυφτοι με τα κλαρινέτα, ακούς . . . Και θα χορέψουν όλοι, που να πηδήσουν μεσούρανα, τακούς . . . Και πού είσ' ακόμα, ν' αρχίσουν να μας έρχωνται η νυφάδες για το Θανάση, κ' η πεθεράδες, που θα μας κουβαλούν ζαχαρομαχαλιά και κουραμπιέδες, και λογιών-τω-λογιών καλούδια . . . Ως το χειμώνα, φέτος, άλλο γάμο θάχουμε . . . Και ποια μάννα είνε σαν εμένα; . . . Πώς έχω τον νου μου, δεν λέτε; . . .

Τα βουνά μοιάζουνε σα να είταν από ατσάλι καμωμένα κι αχτινοβολούνε. Κάτασπρη η στράτα. Περπατείς και το βήμα σου δεν τακούς. Σωπασιά μεγάλη παντού μεριά. Πού είσαι, και συ πια δεν το ξέρεις· ξεχνάς πως υπάρχει ζωή, θαρρείς πως είσαι φάντασμα, και που βαδίζεις μέσα στο φεγγάρι, στα βουνά του και τους γκρεμνούς του, μέσα στο φως του.

Δική μου και κανενός άλλου, θα το μάθη. Δεν αγάπησε, όποιος για πάντα δεν αγαπά. Εσένα μόνη, τάκουσες, Λέλα; τακούς! Γίνεται τουλάχιστο να μη με λυπηθή; Να με λυπηθή; Όχι. Να μ' αγαπήση. Σα φωτιά τριγύρω της ανέβαινε η αγάπη η δική μου. Έπρεπε να την κάψη.

Ενέχυρα τα εργαλεία, ενέχυρα ο κερεστές, οι σκάρες, το ένα ύστερ' απ' το άλλο με τη σειρά τους. Σιγά-σιγά ο παραγυιός έγινε αφέντης και ο αφέντης παραγυιός. «Το περίμενες ποτέ σουΤου λέγανε οι γνωστικοί του πατέρα μου. Εκείνος δε βαρυγνωμούσε. «Έτσι είν' ο κόσμος. Ένας ανεβαίνει κι' άλλος κατεβαίνει». Ως που κατέβηκε στον τάφο και μας άφησε στους πέντε δρόμους. Τακούς;

Δεν έχει πια χρονιάτικα, του μήνησε ο Μαρκιανός, τώρα που και τα καινούρια τειχίσματα είταν τελειωμένα κι ο τόπος πιο έτοιμος ναντισταθή. Ίσως είχε κι ανθρώπους του στα λημέρια των Ούνων και γνώριζε πως αλλού τώρα είταν του Αττίλα ο νους. Δεν έχει λοιπόν, είπε, χρονιάτικο, παρ' αν είναι και φέρνεται καλά, θα του στείλη δώρα· ειδεμή, ας έρθη κι ας πολεμήση. Φρένιασε ο Αττίλας σαν τάκουσ' αυτά.

Σαν έφτασε να μην έχη να φάη κανένας δεν τούδινε. Έβαλε και το σουρτούκο του αμανάτι Πέθανε στην ψάθα. Πέντε χριστιανοί πήγανε στο λείψανο του. Κάλλια να μην πηγαίνανε κι' αυτοί. Ξέρεις ποια ήτανε η παριγοριά τους. «Κ' η μεγάλη καλωσύνη, θεια Μαχώ, κουταμάρα είνε μαθές». Έτσι λέγανε στη μαννού μου. Αυτό ήτανε το συχώριο τους. Τακούς, συμπέθερε; Κούνησα το κεφάλι μου. — Τακούω να λες! ξαναείπε.

Είπα κ’ εγώ ! «στον ύπνο μου τον ακούγω αυτόν το σαματά ή μην κ’ έπαθε τίποτα η ΒεργινίαΜου φάνηκε σα νάκουσα κάτι φωνές, κάτι σαν κλάματα, μα έλεγα πάλι με το νου μου: «Αχ, είν’ η καρδιά σου που τα μελετάει τα τι πέρασες, τι πίκρες και τι καημούς, και σε ξεγελάει τάχα πως τακούς. . .» Σα μου χτύπησε σταυτί η φωνή τον γιατρού-και ποιος δεν την έχει μες την ψυχή του τη φωνή του γιατρού, του ευεργέτη τώ φτωχώνε !-μονομιάς πετάχτηκ’ απάνου.

Έφυγε καμμιά φορά να πάη να ιδή τους γονιούς του· μα σαν ξαναγύρισε την άλλη την ημέρα, του κλείσανε την πόρτα. Άλλα περίμενε κι' άλλα βρήκε. Τακούς; — Κ' η παπαδοπούλα μαθές τον απαρνήθηκε; ρώτησε Γιάννης ο Μελαχροινός ξερά-ξερά. — Πρώτα αυτή. Παράξενο σου φαίνεται; Γαμπρό δεν ήθελε μαθές πραμματευτή, ούτε βοσκό στο λόγγο να γυρίζη, να τον τρώη η ψείρα και η κόνιδα.

Ήρθε κι ο δάσκαλος, κ' έπιασε το στασίδι του δεξιού του ψάλτη. Κι ο δεξής ο ψάλτης, που έψαλλε μοναχός του τις Κεριακές, πήγε τώρα από ταριστερά. ' άρχισε ο αξημέρωτος ο «όρθρος». Τα τροπάρια περνούσαν από το δεξί παγκάρι στ' αριστερό, και σαν τέλειωναν, τα ξανάρχιζαν πάλι, να μαζευτή όλος ο κόσμος. Καλά τάψαλναν, και χαιρούσουνα να τακούς. Το τι όμως έλεγαν, αυτό δεν είτανε κανενός δουλειά.