United States or Yemen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Περνούσαν οι βάρκες να πάνε στο πυροφάνι, κι ο νους μου δεν το χωρούσε πώς γίνεται ο έρημος ο ψαράς να συλλογιέται για ψάρεμα, τώρα που φεύγ' η Ελένη! Πώς δεν έπεφτε κι ο ήλιος μια και καλή μες στη θάλασσα, να πνιγή και ναφανιστή, μόνο βασίλευε σιγανά σιγανά, σα να μην έφευγε η Ελένη! Άξαφν' ακούγω βαρύ κρότο, σα να πήδηξε κάποιος από ψηλά. Γυρίζω, και βλέπω Τούρκο στρωμένο.

Είπα κ’ εγώ ! «στον ύπνο μου τον ακούγω αυτόν το σαματά ή μην κ’ έπαθε τίποτα η ΒεργινίαΜου φάνηκε σα νάκουσα κάτι φωνές, κάτι σαν κλάματα, μα έλεγα πάλι με το νου μου: «Αχ, είν’ η καρδιά σου που τα μελετάει τα τι πέρασες, τι πίκρες και τι καημούς, και σε ξεγελάει τάχα πως τακούς. . .» Σα μου χτύπησε σταυτί η φωνή τον γιατρού-και ποιος δεν την έχει μες την ψυχή του τη φωνή του γιατρού, του ευεργέτη τώ φτωχώνε !-μονομιάς πετάχτηκ’ απάνου.

Σαν κατέβηκαν οι άντρες στο καφενείο να πιουν τον καφέ τους, ήρθε δεν ήρθε ο Πανάγος με το μικρό του αδερφό το Γιάνη, και τραβάει το σκαμνί του κοντά τους ένας λεβέντης κάτι πιο μεγαλήτερος από τον Πανάγο, το ίδιο το σουσούμι απάνω κάτω, μα σαν πιο ξανθουλός, πιο ανοιχτόκαρδος, πιο γελαζούμενος· ίσως και λιγάκι πιο παχουλός. — Είνε αλήθεια αυτά που ακούγω; σκύβει και κρυφορωτάει τον Πανάγο.

Στη χώρα πάλι, αν είναι λιγάκι απόνετες οι αρχόντισσες, είναι λιγάκι ξέννοιαστες κ' οι γειτόνισσες. Η φτώχεια τους βρίσκει πόρεψη. Α ζούσε στη χώρα η μαυροφόρα μας, γλήγορα θάβρισκε καρδιές να την πονέσουνε. Μα αυτά είναι του πολιτισμού πράματα. Εδώ πάντα βρίσκουμε την αρχόντισσα σπλαχνική, τη γειτόνισσα τίμια και συμμαζεμένη. ... Φωνές ακούγω κάτω. Ήρθε ο άρχοντας.

Ακούγω πως στη χώρα μεγάλο θανατικό, και μια να το πάρη ταυτί της γριάς, θάλασσα, όλα. Εγώ λέω, εμείς ταδέρφια για καλό κακό ναπομείνουμε σιμά της και να μη σας συντροφέψουμε. Τραβήξτε σεις μονάχοι, κι από τάλογα ίσια στο καραβάνι. Κράλης. Και πούθε ήρθαν, Κωσταντή, αυτά τα μαύρα μαντάτα; Κωστ. Ο αγωγιάτης μας τάφερε.

Είταν όμως πικρά τα λόγια σου, κ' έχυσαν άδικη χολή σε καρδιές που δεν τις γνώρισες σαν και μένα, που είμαι γυναίκα και καθεμέρα τις βλέπω και τις ακούγω. Μέσα στα φτωχικά τα καλύβια λάμπουν κάποτες περλάντια, χίλιες φορές πιο ατίμητα από το διαμάντι αυτό που φορείς. Πετράδια που δεν τα πιάνει ανθρώπου λόγος, γιατ' είνε ουράνια στολίδια και τα διαφεντεύει ο Θεός.

Κάμε το σταυρό σου, Κεριάκο, γιατί μας έρχεται μεγάλο θανατικό. Κατέβηκε η Αγιά Μαρίνα στον ύπνο μου και μου το φανέρωσε. Κερ. Τη χάρη της νάχουμε! Τι 'νε τούτα που ακούγω! Νά γιατί με ξεκούφανε απόψε κι ο σκύλος! Τα παιχνίδια περνούσαν, κι αυτός δος του κι ούρλιαζε, όλο ούρλιαζε. Έσκυψε κ' η κόρη μου να πάρη την αληκάτη της, και τι να δη σιμά στο λυχνάρι!

Θα φοβήθηκαν, καθώς φαίνεται, να μην πλακώση κανένας και τους χαλάση τη δουλειά, και συλλογιστήκανε να με πάρουν και να τραβήξουν σε κανένα πιο μοναχικό μέρος. Δεν έβρεχε και πολύ τώρα. Το πρώτο που μισοθυμούμαι είναι που με σήκωνε ο ένας, κι ο άλλος ξανάνοιγε την πόρτα. Σαν άνοιξαν την πόρτα και μέσερναν έτσι από το κατώφλι, ακούγω απ' έξω μια πιστολιά.

Πώς τα επιθυμείς τα λίγα μας λόγια; Ως είδος ομιλίες, ή ως είδος παραμύθια; Σα να μου λέη η Μεγαλειότη σου, καλλίτερα παραμύθια. Καλοκάθισε το λοιπό στο Βασιλικό Σου το Θρόνο, κι άφησε έναν ταπεινότατο δούλο Σου να Σου δηγηθή δυο ρωμαίικα παραμύθια στη ρωμαίικη τη γλώσσα, που ακούγω πως την αγαπάς, τη μιλάς, και τη διαφεντεύεις. Μεγαλειότατε, μια φορά είταν ένας Βασιλιάς εδώ πέρα.

ΑΝΑΤ. Άι μπουταλά άι.. και δε λες τζιμπούκι, μόνε ανακάτωσες ούλα τα πράγματα· σουλήνες μουλήνες, συρίγγαις, μυρίγγαις πολύ σασκινη άντρωπο είσαι να συμπατήσης. ΞΕΝ. Ίντα λέσι θέτενέ κι' εσείς πάλι. ΚΥΠ. Χαλλούμιν. ΞΕΝ. Ίντ' αν τούτο το χαλλούμιν πάλις πρώτη βολλά τ' ακούγω, να χαρώ τον πάη μου. Χίος και οι λοιποί. ΧΙΟΣ. Κι' εν τρώμε πλοιά. ΞΕΝ. Ότοιμα να σας χαρώ όλα. ΑΛΒ. Πρετζέσε ορέ λοκάντα.