Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Εκείνος κρατώντας ορθό το κεφάλι συλλογιέται. — Ξέρω που τ' ολόρθο κυπαρίσσι μιας αυλής της Αθήνας καίγεται από δύσεις αιώνων κι' από εσπερινούς απλών ψυχών! Ξέρω που βράχοι χρυσοί μ' ένα μαύρο κατσίκι στα ύψη κατεβαίνουν σε χαρούμενες θάλασσες. Η ψυχή μου κρατεί το αρχαίο ερείπιο συλλογισμένο μέσα στην ιερή σιωπή της νύχτας. Στην ψυχή μου λαλούν τα τζιτζίκια της Αθήνας.

Πάλι όμως ο Αθανάσιος αποκρίνεται πως αδύνατο πράμα γυρεύει ο Βασιλέας. Τα ίδια και δυνατώτερα μάλιστα του ξαναπάντησε σε δεύτερο φοβεριστικό γράμμα του Κωσταντίνου ο Αθανάσιος. Κ' έπρεπε έτσι, αφού ο Βασιλέας δεν ήθελε να το νοιώση. Βλέπει ο Κωνσταντίνος τέτοια δύναμη και τέτοια επιμονή, και με τον κοινό του νου συλλογιέται πως δίκιο πρέπει νάχη ο νέος Μητροπολίτης.

Αυτά έρχεται και βλέπει τ' αδέρφι μας από την Τουρκιά και χάνει το νου του. Έρχεται κι ο Ομογενής από την Ευρώπη και τρίβει τα μάτια του να καλοδή μήπως κάμνει λάθος, και δε βρίσκεται στην Ευρώπη ακόμα. «Οι καρποί της Ελευθερίας», λέει ο ένας. «Εξευρωπαϊσμός», συλλογιέται ο άλλος.

Θάρθουν ως τόσο ταδέρφια σου ως τη χώρα μαζί σας. Το ξέρω πως θα βρη μιαν ώρα να σε καθοδηγέψη ο Κωσταντής. Μα είνε κάτι πράματα, κόρη μου, που ο γνωστικώτερος αδερφός του κόσμου να τα πη δε φτάνει ο νους του, κι ως τόσο η μάννα τα συλλογιέται και τα βλέπει σαν ταστέρια που φέγγουνε στα μεσούρανα, γιατί τέλος δεν έχει η αγάπη της. Κάθισε, κόρη μου, κι άκου.

Ο Μαξέντιος όμως δε σύχαζε, μόνο αφορμή πως θέλει να τιμωρήση τον Κωσταντίνο για το θάνατο του πατέρα του, κάνει να ξεκινήση βόρεια με μεγάλο στρατό. Θέλοντας να τον προλάβη ο Κωσταντίνος, τοιμάζεται κι αυτός να κατέβη στην Ιταλία. Ζυγώνει ως τα βουνήσια της σύνορα, μα δε φαίνεται και να πολυβιάζεται. Κοντοστέκεται, και συλλογιέται ο Κωσταντίνος.

Κείνη τη στιγμή κελαδητά κορυδαλού κι' άλλων πουλιών βγήκαν από τη συστάδα, κι' ο Τριστάνος έβαζε στης μελωδίες του όλη του την τρυφερότητα. Η Βασίλισσα κατάλαβε το μήνυμα του φίλου της. Κυττάζει χάμω το κλαδί της μοσκοκαρυδιάς σφιχτά αγκαλιασμένο από το αγιόκλημα, και συλλογιέται μέσα της: «Ναι έτσι είμαστε μεις, φίλε. Ούτε σεις δίχως εμένα.

Δεν το κάνει διόλου, για να μην είναι τάχα η γλώσσα του τεχνητή, αφού βλέπουμε πως με την τέχνη του ξέρει περίφημα να μιμηθή τη ζωή την ίδια, το κάνει, γιατί. . . δεν του μέλει. Τι να του μέλει για τέτοιες μικροδουλειές, ενός ποιητή σαν τον Καρκαβίτσα; Ο Καρκαβίτσας τη θάλασσα συλλογιέται, τους αφρούς και τις ομορφιές της, τους πάτους της τους απάτητους, τα πλεούμενα και τα πέλαγα.

Και τώρα που μεγάλωσεωχ θεούλη μου! — δεν έχει ταίρι στον κόσμοδεν έχει! ... Και να συλλογιέται κανείς πως θα μείνη απροστάτευτη! έρμη κι απροστάτευτη! πρόσθεσε κουνώντας με θλίψη το κεφάλι του. — Σώπα, καϋμένε γέρο· σώπα και δεν ήρθε ακόμα η ώρα μας. — Δεν ήρθε; τι λες μωρή γριά! πλάκωσε δε λες. Να, έτσι μας φέρνει γυροβολιά, σαν τον ψαρά με την απόχη του.

Για τούτο δεν έπαυε να λέη κάθε τόσο στα παιδιά, πως ο πατέρας τους εφάνηκε αχάριστος. Άμα έπαψε να έχη την ανάγκη της, έπαψε και να τη συλλογιέται. Μα τα παιδιά, έλεγε, δεν πρέπει ν' ακολουθήσουν το σφάλμα του πατέρα τους. Αίμα τους είνε η Ελπίδα και το αίμα νερό δε γένεται. Ας το βάλουν καλά στο νου τους. Αν τύχη ν' αγωνισθούν και στο μέλλον για το σκοπό τους, πάλε θα λάβουν την ανάγκη της.

Απομνήσκουν μες την ξέρη, Πέφτουν σε διαβάτων χέρι. 210 Ο νιος και δίχως του κόσμου πράξι, Στης όρεξαίς του δεν έχει τάξι· Ορθά δεν ξέρει να συλλογιέται, Και στους σκοπούς του γι' αυτό πλανιέται. Τυφλά κινιέται και κιντυνεύει, 215 Και τη ζωή του συχνά ξοδεύει· Στην πατρίδα σου αν πορεύης, Ξένους τόπους μη γυρεύης.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν