Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025
Μια λιτανεία ανέβαινε από την κοιλάδα και σε λίγο οι βράχοι καλύφθηκαν με άσπρο και κόκκινο, ανάμεσα στους θάμνους γελαστά ξεφύτρωναν τα πρόσωπα των παιδιών και κάτω από τα πουρνάρια οι γέροι βοσκοί γονάτιζαν σαν Δρυΐδες προσήλυτοι.
Εκεί όμως που τραβούσε ο Τριβιγίλδος κατά την Παμφυλία, αναπάντεχος εχτρός τον ανταμώνει ο χτηματίας ο Βαλεντίνος, που με μερικούς ντόπιους έπιασε τα στενά και με Κολοκοτρώνικη μαστοριά τους μάγκωσε τους Οστρογότθους μέσα σανεξέμπλεγη παγίδα. Γκρεμνοί στα πλάγια, και βάλτοι ομπρός και πίσω. Χαλάζι έπεφταν τα λιθάρια και κατρακυλούσαν οι βράχοι καταπάνω τους, και τους τσάκιζαν.
Διά τούτο τον εμίσει και αυτός και οσάκις διέβαινεν από κοντά του, δεν παρέλειπε να του ρίξη μερικές πέτρες. Αυτός ήτον ο εχθρός του. Τον εμίσει περισσότερον και από τον δάσκαλον. Όλοι οι άλλοι, βράχοι, δένδρα, άνθη, που χαμογελούσαν επάνω στις ψηλές πέτρες, ή βρυσούλες που μουρμούριζαν μες στα κλαδιά και τα καθάρια χαλίκια, ήσαν φίλοι του. Αλλ' ο καλλίτερος του φίλος ήτον ο Θοδωρής.
Ανάρια τα κλωνάρια του κουνάει ο γέρω πεύκος Και πίνει και ρουφάει δροσιά κι' αχολογάει και τρίζει Η βρύση η χορταρόστρωτη δροσίζει τα λουλούδια Και μ' αλαφρό μουρμουρητό γλυκά τα νανουρίζει θολώνει πέρα η θάλασσα, τα ριζοβούνια ισκιώνουν, Τα ζάλογγα μαυρολογούν, σκύβουν τα φρύδια οι βράχοι Κ' οι κάμποι γύρου οι απλωτοί πράσινο πέλαο μοιάζουν.
Και κατέμπροσθεν, ολίγον βορειοδυτικώς εις τον βράχον του Ερήμου Χωριού, απεσπασμένοι, βαπτισμένοι εις το κύμα δύο βράχοι παντέρημοι ανακύπτουσι.
— Το κοπάδι σου!; και πού βόσκει εδώ; Εδώ μόνον χιόνι και βράχοι είναι! — Ξέρεις πολύ, τι είναι εδώ! είπε το κορίτσι και εγέλα. «Εδώ πίσω μας, κάτω, είναι ένα λαμπρό λιβάδι! εκεί πηγαίνουν η κατσίκες μου! Της βόσκω με επιμέλειαν! καμμία δεν χάνω. Ό,τι είναι δικό μου, μένει δικό μου!» — Είσαι θρασεία! είπεν ο Ρούντυ. — Και συ! απήντησε το κορίτσι.
Πώς ευρέθην κ' εγώ εις την πρώτην σειράν των πολεμιστών, επί πόσην ώραν έμεινα γεμίζων και κενώνων το όπλον μου, είναι αδύνατον να τα ενθυμηθώ ακριβώς. Εκεί, εις την άκραν του βουνού, βράχοι εσπαρμένοι επί του γυμνού οροπεδίου μετεσχημάτιζον αυτό εις είδος φρουρίου κυκλωπείου. Αι υπερμεγέθεις πέτραι εχρησίμευον ως προμαχώνες ή μετερίζια.
Εκεί τότε προσεύχονταν του σείστη Ποσειδώνα 185 οι αρχηγοί κ' οι άρχοντες του δήμου των Φαιάκων, ολόρθοι γύρω εις τον βωμό• και ο θείος Οδυσσέας οπού εκοιμάτο εξύπνησε 'ς την γη την πατρική του, ουδέ ποσώς την γνώρισεν ο πολυεξωρισμένος, ότ' η διογέννητη Αθηνά τον έζωσε με ομίχλη, 190 να μείνη αγνώριστος, και αυτή να τον διδάξ' εις όλα, μη τον γνωρίσ' η σύντροφος, οι φίλοι και οι πολίταις, πριν όλα τ' αδικήματα πλερώσουν οι μνηστήρες• όθεν τα πάντ' αλλοειδή φαινόνταν του κυρίου, τα μονοπάτια τα μακρυά, τα ευρύχωρα λιμάνια, 195 τα δένδρα τα ολοφούντωτα και οι βράχοι ολόγυρά του• πετάχθη, εστάθη, εκύτταξε την γη την πατρική του• κ' έβγαλε μέγαν στεναγμό, και με ταις απαλάμαις τα δυο μεριά του κτύπησε και με παράπον' είπε• «Ωιμέ, πού πάλιν έφθασα και εις ποιών ανθρώπων μέρος; 200 μήπως είν' άνθρωποι υβρισταίς, άγριοι και όχι δίκαιοι, ήτε φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' είναι η γνώμη; πού φέρω αυτούς τους θησαυρούς, και ατός μου πού πλανώμαι; ας είχαν μείν' οι θησαυροί 'ς την νήσο των Φαιάκων, κ' εγώ 'ς άλλον θα πρόσφευγα μεγάλον βασιλέα, 205 'που θα μ' εφιλοξένιζε και θα μ' επροβοδούσε• τώρα ούτε πού να θέσω αυτά γνωρίζω, αλλ' ούτε πάλι θα μείνουν 'κεί 'που ευρίσκονται, μην κάποιος μου τ' αρπάξη. ωιμένα, εις όλα φρόνιμοι και δίκαιοι δεν ήσαν, ως τώρα φαίνετ', οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων, 210 'που μ' έφεραν εις άλλην γη• και αυτ' είπαν να με φέρουν 'ς την ηλιακήν Ιθάκη μου και αθέτησαν τον λόγο. να τιμωρήση αυτούς ευθύς ο ικετήσιος Δίας, 'π' άνωθε βλέπει τους θνητούς και τιμωρεί τον πταίστη• αλλ' ας ιδώ τους θησαυρούς, να τους καλομετρήσω, 215 μήπως μου πήραν φεύγοντας κάτι 'ς το κοίλο πλοίο».
— Άλλη μισή ώρα και θα προβάλη το χωριό σαν κοπέλλα μπροστά μας. Ο δρόμος τώρα κι ομπρός άλλαζε κάθε τόσο. Μια λιόδεντρα, μια χωράφια, κι άξαφνα μήτε λιόδεντρα μήτε χωράφια, παρά θεόρατοι λαξεμένοι βράχοι από την κάθε πλευρά. Και καθώς διαβαίνανε, μήτε πενήντα βήματα μπροστά τους δε βλέπανε με το να γύριζε ο δρόμος πότε δεξά πότε ζερβά στα βουνήσια εκείνα τα μέρη.
Εκείνος κρατώντας ορθό το κεφάλι συλλογιέται. — Ξέρω που τ' ολόρθο κυπαρίσσι μιας αυλής της Αθήνας καίγεται από δύσεις αιώνων κι' από εσπερινούς απλών ψυχών! Ξέρω που βράχοι χρυσοί μ' ένα μαύρο κατσίκι στα ύψη κατεβαίνουν σε χαρούμενες θάλασσες. Η ψυχή μου κρατεί το αρχαίο ερείπιο συλλογισμένο μέσα στην ιερή σιωπή της νύχτας. Στην ψυχή μου λαλούν τα τζιτζίκια της Αθήνας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν