United States or Gibraltar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Για δες ο δρόμος πώς στρώθηκε στα πλάγια του με πράσινη χλωρασιά, με κόκκινες παπαρούνες και με άσπρες μεταξένιες ανεμώνες. Για δες οι μυγδαλιές βαρειά ανθισμένες, άσπρες τριανταφυλλένιες, πώς περιμένουν το καμαρωτό σου τ' ανάστημα να τινάξουν απάνω του τα άνθια τους και πέρα οι αγράμπελες να στεφανώσουν τα παιδικά σου στήθη, τη φαρδειά σου μαύρη ζώνη με το χρυσό της κρίκο.

Πούν' τος, παπά μ'! Αφού δεν ήρθε ως ταπόψε, κόπησαν οι ελπίδες μ'!... Α! κυρά! Μη στενοχωριέσαι έτσι! Δρόμος είν' αυτός! Θάλασσες, ποτάμια, βροχές χιόνια... Η καημένη η γριά δεν μπόρεσε ν' απαντήση άλλο, αλλ' ακούμπησε τες πλάτες της στον τοίχο κι' αφαιρέθηκε μονάχη της.

Το παίρνει ο δρόμος το σπιτάκι μου, και θα μ' αφήσουν 'στον δρόμο, απ' λες, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο. Και ήρχισε να τραβά τα μαλλιά της η γραία, ολολύζουσα: — Ποιος Θεός να μ' ακούση και ποιος κριτής να με κρίνη! Αφότου έγραψαν τον σταυρόν επί του τοίχου του οικίσκου της, δύο ημέρας τώρα, έμεινεν άγρυπνος, εξομολογουμένη εις τους διαβάτας τον πόνον της και ζητούσα παρηγορίαν η γραία.

Σα νάκουσα την πόρτα να τρίζη. Εγώ ξέρω η πόρτα πού είναι. Αχ! ας φαίνουνταν αφτή η πόρτα από το παραθύρι, και τους τσάκωνα αμέσως. Γιατί, γιατί να στρίβη ο δρόμος, γιατί να μην τη βλέπω από κει που κάθουμαι και καρτερώ, την πόρτα την καταραμένη! Και τι πειράζει που δεν τη βλέπω; Η Λέλα πού είναι; Στο περιβόλι; Και βέβαια! Ορμώ στην κάμερή της. Δεν είναι. Κατεβαίνω.

Ο Κ. Σπυράκης εκτείνας την χείρα προς το ανοικτόν παράθυρον απεκρίθη: — Από το ακρωτήριον άντικρυ· ο δρόμος δύσκολος, αλλ' εις τον κατήφορον δεν παίρνει πολλήν ώραν. — Και πόσην ώραν θέλει επάνω από τα υψώματα, απ' εδώ έως την άκραν εκείνην; — Μίαν ώραν περίπου. — Καλά! Εάν το απόγευμα έχω διάθεσιν διά περίπατον, έρχομαι και σας ενταμώνω εκεί. Εις τας πέντε· όχι αργότερα.

Ήθελε να πάει στο Νούορο όπου υπήρχε ένας διαχειριστής ενός ατμοκίνητου μύλου, φίλος του πατέρα του, που του είχε υποσχεθεί μια θέση. Η Νοέμι σηκώθηκε χαμογελώντας. «Πόση ώρα; Δεν ξέρω να σου πω πόση ώρα είναι με το ποδήλατο. Λίγη ώρα. Εγώ πήγα στο Νούορο πριν πολλά χρόνια με το άλογο. Ο δρόμος είναι όμορφος και η πόλη είναι όμορφη, βέβαια. Ο αέρας είναι καλός και ο κόσμος είναι καλός.

Ήταν τα στριφογυρίσματα του κλειδιού της πόρτας του σπιτιού και τα πατήματα του Λάμπρου και της Βασίλως, οπώφευγαν από τα χώματά τους δίχως μιλιά, δίχως δάκρυα. Ο δρόμος, λιθοστρωμένος κάπου κάπου από τον καιρό τ' Αλήπασ' ακόμα, ακολουθάει την ποταμιά κι ανεβαίνοντας κατά τη Λάκκα πέφτει μέσα στα βάθη των Στενών του Σουλιού.

Μα τώρα νύχτωσες... θα νυχτώσης... είπεν ο Άι-Χαραλαμπίτης ο ιερεύς· πώς θα πας ως εκεί;.. είνε μιάμιση ώρα δρόμος ακόμα... και το φεγγάρι θ' αργήση τρεις ώραις να βγη.... άσ 'βος. — Πώς να κάμω; είπεν ο μπάρμπα-Κωνσταντός, όστις ήρχισεν ευθύς να οκνή και να διστάζη.

Ποια είταν η Κόλαση του Παπά Νικηφόρου; Το ξύλο κι ο μαύρος ο δρόμος που πήρε. Ποια η Κόλαση της κερά Πιπίνας; Η ντροπή, η φτώχεια κι ο τρομερός της ο θάνατος. Γιατί λοιπό, Λεφτεράκη μου, να μη γυρέψουμε και Παράδεισο σε τούτον τον κόσμο; Εγώ τονε βρήκα τον Παράδεισο εδώ κάτου. Να τους το πω τους άλλους, Κόλαση θα μου τον κάμουν!

Ενώ το αμάξι έτρεχε στους δρόμους, μιλούσα με τον εαυτό μου άφωνα κ' έκλαιγα από χαρά και πόνο: «Είναι τόσο ωραίο να τονέ θυμάται και να μου το λέη ένας άνθρωπος που τον πήγε μόνο με το αμάξι. Και να πεθάνη αυτός; Υπάρχουν εκατομμύρια παιδιά που ζουν. Γιατί πρέπει να πεθάνη το δικό μουΠοτέ δεν έτρεξα με το αμάξι τόσο γλήγορα και ποτέ δε μου φάνηκε μακρήτερος ο δρόμος.