Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
Τόρα λοιπόν που ετελείωσε αυτό, διά να μην προλάβης να με ερωτήσης, ποίος είναι ο συντομώτερος δρόμος που ελέγαμεν τότε ότι φέρει εις τον βασιλέα, θέλεις μόνος μου να τον περάσω πρώτος; Νέος Σωκράτης. Πάρα πολύ μάλιστα. Ξένος.
— Όχι, Ελπίδα, με συμπαθάς· δε θέλω να ειπώ αυτό. Μα για συλλογίσου στην ηλικία της να πάθη τέτοιο κακό; Ξέρεις ο Αριστόδημος το ρήμαξε όλο το μετόχι· δεν άφηκε κούρβουλο. — Δεν το ξέρω, μα το περίμενα. Ο δρόμος που πήρε έδειχνε πού θάφτανε. — Έχεις δίκιο· κ' εγώ τόξερα. Μα βλέπεις, η γριά πάντα κάτι έλπιζε. Ε, ας πάη να κουρεύεται! είπε άξαφνα θέλοντας ν' αλλάξουν κουβέντα.
Αυτός ο δρόμος δε βγάζει πουθενά... Ο ζητιάνος χαμογέλασε αδιάφορα και μουρμούρισε πάλι: — Και ποιος σου είπε να πας ; Γύρισε πάλι τα μάτια του κατά τον κάμπο. — Κυττάζεις ακόμα το δρομαλάκι; του είπα πειρακτικά. Ήμουνα βέβαιος πως δεν θα μ' αποκριθή. Εκείνος όμως χωρίς να γυρίση να με κυττάξη, μου είπε: — Όχι. Κυττάζω το φτωχό το γαϊδουράκι, που το γύρισε πίσω ο αγωγιάτης.
Ο δρόμος ήτον ολίγο ανηφορικός εδώ κ' έσχιζε το πυκνό δάσος του μοναστηριού. Κοδελώνονταν ολόγυρ' απ' όχτους, πήδαε ρεμματιές, ανέβαινε μικρούς βράχους. Κ' εκεί που πηγαίναμε αγάλια αγάλια εμείς οι τρεις καβάλα, εμένα μούρθε πάλε η όρεξη η βραδυνή για να τραγουδήσω. Σας ξομολογιέμαι.
Ο δρόμος των τους έφερε διά μιας των πυλών της πόλεως, πιθανώς δι' εκείνης ήτις τότε αντεστοίχει εις την σημερινήν πύλην του Αγίου Στεφάνου, μέχρι της χαράδρας των Κέδρων.
Καθ' εκάστην δε νύκτα ο δρόμος μας εγέμιζεν από μεθυσμένους εραστάς, οίτινες ήρχοντο να της τραγουδούν και έκρουον την θύραν μας, τινές δε και χωρίς συστολήν και φόβον εισώρμων εις την οικίαν μας.
— Άλλη μισή ώρα και θα προβάλη το χωριό σαν κοπέλλα μπροστά μας. Ο δρόμος τώρα κι ομπρός άλλαζε κάθε τόσο. Μια λιόδεντρα, μια χωράφια, κι άξαφνα μήτε λιόδεντρα μήτε χωράφια, παρά θεόρατοι λαξεμένοι βράχοι από την κάθε πλευρά. Και καθώς διαβαίνανε, μήτε πενήντα βήματα μπροστά τους δε βλέπανε με το να γύριζε ο δρόμος πότε δεξά πότε ζερβά στα βουνήσια εκείνα τα μέρη.
Διότι τόρα πλέον το εκ δεν σημαίνει μόνον κάμνω εμετόν, αλλά και το &έξω, εκτός, εξέρχομαι, έξοδος, εξωτερικώς, έξωθεν& κτλ. Δηλαδή ως ρίζα έχει μουσικόν σημαινόμενον χωρίς να ανήκη εις ωρισμένον μέρος του λόγου. Βαθμηδόν το αυτό έλαβε και την σημασίαν του πορεύομαι, πορεία, δρόμος κτλ. Και διαρκώς πλέον η γλώσσα τροφοδοτεί την διάνοιαν και η διάνοια ωθεί την γλώσσαν προς άλλα.
Από καιρού εις καιρόν ο νεώτερος έκραζε με την τραχείαν φωνήν του, ήτις ήτο ικανή ν' απομακρύνη, αντί να προσεγγίση οιανδήποτε βοήθειαν: «Ε! δεν είνε άνθρωποι εδώ;». Ήσαν δε οικτροί, εκρύωναν, έπασχον φρικωδώς, με τα στραγγισμένα αλλά μη στεγνωμένα ενδύματά των, και το στενόν, αόριστον, ζοφερόν εκ του διπλού σκότους της νυκτός και του δάσους μονοπάτι, δεν ήτο δρόμος πρόσφορος όπως προσπαθήσωσι διά της ταχυπορίας να θερμανθώσι και ζωογοννηθώσιν.
Το μόνο, που του κακοφαινότανε κάποτε, ήτανε όταν οι άλλοι περνούσαν κοντά του και σκύβανε να τον κυττάξουν. Για λίγο καιρό κάποια στενοχώρια φαινότανε ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Μα γλήγορα βρήκε τρόπο να διορθώση αυτή την ιστορία. Γύρω απ' το λιμάνι, που ήτανε ο δρόμος του, είχανε κτίσει τον τελευταίο καιρό έναν καινούργιο μώλο μ' ένα ψηλό πεζούλι, ως μισό μέτρο απάνω απ' το δρόμο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν