United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πηγαίναμε κι' εμείς ς' την Πόλι, αλλά εκυττάζαμε να φερθούμε σαν καραβοκυρέοι. Όχι ολοένα ς' της φάμπρικαις! Την Κυριακήν το πρωί θα πηγαίναμε ς' την Εκκλησία, ν' ακούσωμεν την Λειτουργίαν μας.

Μα στο δρόμο που πηγαίναμε, μιλήσαμε πολλές φορές για το μεγάλο μας αγόρι, που για πρώτη φορά μίλησε κ' αιστάνθηκε σαν άντρας. Ο άγγελος του θανάτου πέρασε και τη φορά αυτή έξω από το σπίτι μας, τα φτερά του όμως μας αγγίξανε, σε τρόπο που το άγγισμα αυτό να δώση για καιρό τον τύπο του στη ζωή μας. Ωστόσο, η ευτυχία γύρισε ακόμα μια φορά στο σπίτι μας, μετριασμένη όμως και σοβαρότερη.

Μετά την λειτουργίαν θα επηγαίναμε εις το Χιώτικο Καφενείον, ς' το Καράκιοϊ, να μιλήσωμε με όλους τους μεγαλοπλοιάρχους τους Χιώταις, να ανταμώσωμε τους μεγάλους μεσίτας, να μάθωμε για της δουλειαίς πώς πάνε. Το δειλινόν πάλιν θα πηγαίναμε περίπατο πότε ς' την Αγία Βλαχέρνα, πότε ς' το Μπαλουκλή, να πιούμε αγίασμα, να ιδούμε και τα ψαράκια που είνε μισοτηγανισμένα.

Πηγαίναμε στην καμαρά μας και καθόμαστε κει χωρίς να μιλούμε λέξη και νοιώθαμε τη σιωπή να υψώνεται ανάμεσά μας, σαν ένας τοίχος, που δεν τον έχτισε κανείς, μα και κανείς δεν μπορούσε να τον γκρεμίση.

Όταν η συνοδεία του πασά έφτασε και στο Χόντζα, ακούστηκε το «Αλτσάτκιάρχισαν και τα Τουρκάκια κάτι να ψάλλουν. Έπειτα ανακατευτήκαμε και πηγαίναμε όλοι μαζή. Αλλά σε λίγο κάτι είπαν ένα δικό μας παιδί κένα Τουρκάκι κιαρπάχτηκαν· και σε μια στιγμή η συμπλοκή γενικεύτηκε. Βροχή οι πέτρες και στη μέση ο πασάς.

Μην έχοντας πλάνη ικανή να μας γελάσησπίτι να μας ανάψη φωτιάχέρι να σφίξωμεόνειρο ν' ακολουθήσουμεπηγαίναμε ανάμεσα στην πλάση χωρίς σκοπό, εγώ κι' η ψυχή μου. Η ψυχή μου είνε βουβή. Η χαρά την αποχαιρέτισε. Η ενέργεια την ξέχασε. Τα παρεκκλήσια τη διώχνουν. Κυττάζει τον κόσμο και σωπαίνει. Και τώρα, καθώς περνούμε ανάμεσα στην πλάση, πόσο είμαστε έρημοι!

Είχαμε ταξιδέψει σε μεγάλες πολιτείες, είχαμε πάει στα μουσεία, που έχουν μέσα αραδιασμένα όλα τα πιο παράξενα πράματα του κόσμου, πηγαίναμε στα μεγάλα θέατρα, που βγαίναν' ανθρώποι, ντυμένοι με παράξενα ρούχα, και μιλούσαν και μάλλωναν και σκότωνε ο ένας τον άλλον και κλαίγανε και γελούσαν και κάποτε χόρευαν κ' έκαναν ό,τι μπορεί να φαντασθή άνθρωπος.

Η εποχή αυτή είταν η μόνη που μπορούσε να χαθή πραγματικά η ευτυχία μας και νομίζω πως κ' οι δυο είχαμε σε μεγάλο βαθμό το συναίστημα πως κάποιες βαρειές δύναμες παίζανε με τη ζωή μας. Πέρασε μια μέρα ολάκερη χωρίς ναλλάξουμε λέξη αναμεταξύ μας. Το βράδι όμως, που θα πηγαίναμε να κοιμηθούμε, έπεσε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και κλάψαμε χωρίς να μπορούμε να μιλήσουμε.

Τότε να πηγαίναμε ως εκεί να βλέπαμε, είπε δειλώς η Αφέντρα, ήτις προς τον σκοπόν τούτον, ως φαίνεται, έσπευδε να αποκοιμήση τα δύο παιδία. — Δεν είνε φρόνιμο ναρθής εσύ, είπεν η Συνοδιά. Σα ξυπνήσουν τα παιδιά, και ιδούν πως είνε μοναχά τους, θα κτυπηθούν, θα ζουρλαθούν από το φόβο τους. — Πώς να κάμουμε; είπεν η Αφέντρα.

Ο δρόμος ήτον ολίγο ανηφορικός εδώ κ' έσχιζε το πυκνό δάσος του μοναστηριού. Κοδελώνονταν ολόγυρ' απ' όχτους, πήδαε ρεμματιές, ανέβαινε μικρούς βράχους. Κ' εκεί που πηγαίναμε αγάλια αγάλια εμείς οι τρεις καβάλα, εμένα μούρθε πάλε η όρεξη η βραδινή για να τραγουδήσω. Σας ξομολογιέμαι.