United States or Argentina ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Αχ! αλλοίμονό μου, ο δυστυχής! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Τι, γέρο; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μια α ρ ν η τ ι κ ή για τόκους μούρθε γνώμη. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Φανέρωσέ τη μου λοιπόν. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Τι; μα όταν δεν θα βγαίνη το φεγγάρι κάθε τόσο, εγώ τόκους δεν θα δώσω. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Και γιατί;

ΚΛΕΟΝΤ Έχεις δίκιο μα δεν το φανταζόμουν πως έπρεπε να δώσω εξετάσεις για αριστοκράτης, για να γίνω γαμπρός του κυρίου Ζουρνταίν. ΚΛΕΟΝΤ Γιατί γελάς; ΚΟΒΙΕΛ Μούρθε μια ιδέα: να του παίξωμε ένα παιγνίδι, για να κατωρθώσετε εκείνο που θέλετε. ΚΛΕΟΝΤ Σαν τι; ΚΟΒΙΕΛ Είνε μια ιδέα πολύ, πολύ κωμική. ΚΛΕΟΝΤ Δηλαδή; ΚΟΒΙΕΛ Έχει γίνει μια κάποια μασκαράτα, που ταιριάζει μια χαρά στην περίστασι.

Να μου φέρης τους παράδες που μούφαγες, γιατί θα σου βγάλω το ρημάδι σου στο σφυρί...»· Κ' έφυγε. Μούρθε ζάλη. κ' έχασα τον κόσμο, πήγα να σωριαστώ κάτω. «Εγώ σούφαγα παράδες;..» πήγα να του πω. Δεν μπόρεσα. Μου πιάστηκε η φωνή. Με πήρανε και με πήγανε στο σπίτι... Την περασμένη Κυριακή μούβγαλε το σπίτι στο σφυρί. Στους δρόμους μας πέταξε, να πεθάνωμε... Το παράπονο τον έπνιγε.

Αλλά και μόνη της μούρθε η φοβερή υποψία. Τόσα μούχαν πη για την κολλητικότητα του χτικιού, ώστ' επόμενον ήτο, άμ' αρρώστησα και μάλιστα με πυρετό, να μου γεννηθή ο φόβος ότι κόλλησα την ασθένεια που λυόνει ζωντανούς τους ανθρώπους και τους κάνει πτώματα πριν ναποθάνουν.

« Φλογίσθη το τουφέκι, » Και σχίσθηκετη μέση. » Τότε ορθός πετάζομαι, » Τη σπάθη μου γυμνόνω, » Και 'μπαίνω μέσατην Τουρκιά » Και σφάζω, και σκοτόνω, » Κι' Ομέρ Βριώνης γλύτωσε » Απ' το σπαθί να πέση.» « Άξαφνα μούρθε τουφεκιά, » Σα φλογερό χαλάζι » Τσακίσθηκε κ' η σπάθη μου » Και το δεξί μου χέρι, » Αδειάζω τα πιστόλια μου, » Και 'φώναξατο ασκέρι » Να με σκοτώσουνε.

Κι' έτσι η εφκή του Δία πίσω ας σε πάει στον τόπο σου για το καλό που κάνεις557 Τότες λοξά τον κοίταξε και τούπε ο Αχιλέας 559 «Μη, γέρο, μ' ερεθίζεις πια. Τόχω κι' εγώ στο νου μου, 560 και θα σ' τον δώσω. Μούρθε εδώ απ' τους θεούς μηνήτρα η μάννα που με γέννησε, θαλάσσιου γέρου η κόρη. Κι' εσένα δε μου ξέφυγετο νοιώθει, γέρο, ο νους μουθεός πως σ' έφερε ως εδώ στ' Αργίτικα καράβια.

Αλλά μόλις πέρασαν από το νου μου αυτοί οι άπιστοι λογισμοί, μ' έπιασε τέτοια μεταμέλεια, ώστε μούρθε ορμή να σπάσω το κεφάλι μου σένα τοίχο. Σα νάβλεπε όλος ο κόσμος κιαυτό το Βαγγελιό τους στοχασμούς μου, μ' έπιανε πικρότατη ντροπή και μου φαινόταν πως ήμουν ένας ουτιδανός, που ούτε οι άνθρωποι, ούτε ο Θεός θα συγχωρούσαν. Αλλά πάλιν είνε βέβαιον πως η αγάπη μου δε στεκότανε καλά στα πόδια της.

Τότε έτσι μούρθε το σπαθί να πάρω ναν τον σφάξω, μα κάπιος με ξεχόλιασε θεός θυμίζοντάς μου την καταδίκη του λαού, του κόσμου τις βλαστήμιες, 460 α θε με λεν πατροφονιά παντού μες στην Ελλάδα· Μα ο γέρος να μου βαργομάει κι' εγώ στο σπίτι πάντα να σουρταφέρνω, πια η καρδιά δε βάσταε μου στα στήθια.

Ο δρόμος ήτον ολίγο ανηφορικός εδώ κ' έσχιζε το πυκνό δάσος του μοναστηριού. Κοδελώνονταν ολόγυρ' απ' όχτους, πήδαε ρεμματιές, ανέβαινε μικρούς βράχους. Κ' εκεί που πηγαίναμε αγάλια αγάλια εμείς οι τρεις καβάλα, εμένα μούρθε πάλε η όρεξη η βραδινή για να τραγουδήσω. Σας ξομολογιέμαι.

Ω πηγάδιΔίχως βάθου καν σημάδι. Ω καδδί που δε χορταίνεις, Και ποτέ δεν αποσταίνεις Σ' όσο βρίσκειςΚι' άδιο πάντα σου απομνήσκεις! Ω καρούτα αναιώνια Που να ρίχνουν χίλια χρόνια, Στα χαμέναΘα παιδεύουνται μ' εσένα! Ω κρασιού αλήθια τάφε, Τ' άντερα σου βάφε, βάφε!... Ε κοντύλιΜούρθε πλιο η ψυχή στ' αχείλι! Πες κάνα άλλο κι' άφς τη βρόμα.