United States or Lebanon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να παράδες, που τη γρίνα δεν μπορείς να τη ξεχάσης και μια βραδιά. Τρέχα και πες κανενός να σου φέρη. Τι με λογιάζεις έτσι; δεν τάκλεψα· το μεροδούλι μου είνε. — Το μεροδούλι σου; κι αμέ ύστερα; ανακράζει η γριά τρεμάμενη και σαν πλαντασμένη. — Ύστερα; Έχει ο Θεός και για ύστερα. Ως από βδομάδα μπορεί να είμαι και νύφη.

Το ψωμί πήγε γρόσια 3 την οκά, το κριάς 7 1/2, το βούτυρο 21, το τυρί 10, τ' αυγά σαράντα παράδες το ένα. &1879&. Κατά τον Απρίλη μήνα έγεινε μεγάλη πλημμύρα. Τα νερά έφτακαν ως το Νιοχώρι και τα καΐκια πάγαιναν ως το χάνι της Ασφάκας. &1879&. Η πείνα πήρε ποδάρι. Τ' αλεύρι πήγε γρόσια 4 ως 4 την οκά. &1880, 7 Γενναριού&, πάγωσε η λίμνη. Και το χιόνι βάσταξε 15 μέρες καταγής.

Αλλά το παράδοξον ον με τον πόδα ανέτρεψε το φανάριον το οποίον έσβυσεν ευθύς, και με τας δύο χείρας συνέλαβεν από τους βραχίονας τα δύο τρέμοντα παιδία. —Ποιος είνε κάσσα, βρε; Τα δύο παιδία ήσπαιρον και εδοκίμαζαν να φύγουν. —Μη φοβάστε, δε σας τρώω. Δόστε μου τους παράδες σας, για να μη μαλλώσετε και σκοτωθήτε. Καλά που βρέθηκα εδώ και σας γλύτωσα.

Η γυναίκες, που περίμεναν τους παράδες, σαν έφτασε ο ναύτης πήγαν να μάθουν και άκουσαν τη συφορά! Εμουρμούρισαν, φυσικά, γιατί η φτώχεια κάνει σκληρό τον άνθρωπο και ύποπτο. Ο καϋμένος ο ναύτης είπεν όλη την αλήθεια, μα δεν τον πίστεψαν.

Πέθανεν από τον καϋμό της για την τρομερή συφορά και με τούτα τα στερνά λόγια στα χείλη της : — Πιαστήκαμαν από λίγους παράδες, και πήρεν ο νους σας αγέρα, παιδιά μου. Χαλασιές και φουρτούνες μας! Ποιος να τούξερε τι θα μας εύρισκε σήμερα, χαντακωμένα μου!

Του το είχεν είπει μία τουρκογύφτισσα που πωλούσε κόσκινα: — Εσύ καλό άνθρωπο είσαι, εσύ παράδες έχει, εσύ χτήματα, χρήματα έχει, μα εσύ κάτι θα πάθη άμα πατήση τα πενήντα! Η σύζυγός του ήτο ωραία, νέα, μ' ευγενείς τρόπους· η Γερακίτσα τα είχεν όλα αυτά· πλην εφάνη μετά τον γάμον ότι ήτο και φιλόδοξος.

Ω! ανεφώνησεν η ταλαίπωρος θαλαμηπόλος, και το επιφώνημά της εκείνο, όπερ εξέφραζε κόσμον ολόκληρον αισθημάτων, διέτρεξεν εν μια στιγμή όλην την κατιούσαν φωνητικήν κλίμακα. — Τι θα ειπή, ω! αφού θα σε πάρω, αφού όσα έχω είνε δικά σου, και όσα έχεις είνε δικά μου; — Ναι, αλλά . . . . — Έλα τόρα . . . ανοησίαις! Μ' αυτήν την μετοχήν ημπορούμεν να κάμωμεν παράδες, το ξεύρεις;

Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να μου διαλέξης όποιον θέλεις· θα πάρης εκείνον, που σου ευρήκα εγώ. Εγώ, δεν έκαμα τους παράδες διά να μου τους φάγη ο καλαμαράς, που εδιάλεξες, γράφοντας και τυπώνοντας φυλλάδες, που της διαβάζουν ωρισμένοι άνθρωποι· γιατί, αν εδιάβαζε της ψωροφυλλάδαις τους όλος ο κόσμος, δεν θα είχεν ανάγκην ο εκλεκτός σου από της δικαίς μου της πεντάραις.

Χριστέ και Παναγιά! Κωστ. Νάτα! Δε σου τάλεγα; Μπορεί τώρα ναρχινήσουμε και τα μυρολόγια. Κ' έτσι θα πουληθούν οι καρποί μας και θα βγάλουμε και παράδες. Σαρ. Αι, μάννα, εμείς πεινούμε. Πάμε ναλλάξουμε τώρα, κ' ύστερα τα μιλούμε και για τη Βαβυλώνα. Ο Θανάσης πήγε να κοιτάξη τα ζα, κι όπου να είνε θα μας φανή. Έλα, Κράλη, γιατί ξεκολλημό δε θα βρης Η ίδια. ΔΕΣΠΩ, ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ύστερα ΘΑΝΑΣΗΣ Κωστ.

Εσύ αν έκαμες παράδες, καθώς το λένεΘεός κ' η ψυχή σου! Εμείς τέτοιους παράδες δεν τους χρειαζόμασθε. Έπειτα, ξεύρεις· οι κ α ϋ μ έ δ ε ς δεν έχουν πλέον πέραση. Και αυτός που κουβαλεί την π ό σ τ α δεν μπορεί πλέον ν' αρχοντήνη με τα υστερήματα, που στέλνει κανένα ορφανό, ξενητεμένο, μέσ' στο γράμμα, να μνημονέψουν τον πατέρα του.