United States or American Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και σαν είναι καλή δουλειά η π ό σ τ α, γιατί δεν την κρατείς του λόγου σου, που την είχες ως στα τώρα: Θαρρείς του έδωκε κανείς μια μαχαιριά, και άλλαξεν η θωριά του και άρχισε να μασά τα λόγια του. — Εγώ, κυρά, δυο χρόνια πήγα κ' έφερα την πόστ' από το σιδερόδρομο, έκαμ' αρκετούς παράδες. Τώρα πια ας κάμουν και οι φίλοι. — Άκουσε να σε πω, του είπα τότε, Λαμπή!

Πολύ ευχαρίστως, είπε ο Μαρτίνος· λέγουν, πως η Βενετία είναι καλή μονάχα για τους ευγενείς Βενετσάνους· και πως, ωστόσο, δέχονται πολύ καλά τους ξένους πούχουνε παράδες. Εγώ δεν έχω· έχετε σεις· θα σας ακολουθήσω παντού. — Μια στιγμή! Πιστεύετε, πως η γης ήτανε πρώτα θάλασσα, όπως διατείνεται αυτό το χοντρό βιβλίο του καπετάνιου;

Πρώτο, που πέρασε από το νου σου πως μπορεί να βρεθή παλικάρι ναψηφάη τη χαριτωμένη ζωή του! Δεύτερο, που βάζεις και τους νοικοκυρέους στα αίματα, γυρεύοντάς τους και ζωή και παράδες! — «Τι τρέλλες είναι αυτές, παιδί μου; Πήγαινε κει που λαχταρούνε λεφτεριά, και καλοπλερώνουνε για να τη χαρούν. Εμείς τέτοια αλισβερήσια δεν τα κατέχουμε. Και πρόσεχε να μη σ' ακούσουν, καημένε, γιατί αφανιστήκαμε.

Μούκανε την ευκολία να θάψω το κορίτσι, του πήγα κ' εγώ αμανάτι μια χρυσή καδένα, κάτι γανώματα, ένα ταψί μεγάλο, πολίτικο. Έγδυσα το σπίτι, τι να κάνω; «Δεν πιάνουν τίποτα, Νικόλα παιδί μου, μούλεγε. Μισοτιμής να τα πουλήσης και πάλε. Ποιος έχει παράδες να δώσηΠάνε κι' αυτά μαζί με τάλλα. Να δουλέψω δεν μπορούσα^ από αρρώστεια σε αρρώστεια κ' εγώ και το Μυγδαλιώ, η γυναίκα μου.

Προ του γάμου της η Χαδούλα είχεν αρχίσει να κλέπτη απ' ολίγα ολίγα εκ των χρημάτων του πατρός της απ' ολίγους παράδες, από μισόν γρόσι. Τόσον ολίγα, ώστε σχεδόν δεν το ησθάνθη, ούτε το υπώπτευσεν εκείνος. Μόνον δύο φοράς είχεν εννοήσει ο ίδιος ότι είχε κάμει εσφαλμένον τον λογαριασμόν του μικρού θησαυρού του.

Του επέρασε λοιπόν η ιδέαηκούσθη μία φήμηότι ο Μπάρμπα-δήμαρχος είχε παράδες και δεν τους εμαρτυρούσε, Ταύτα σκεπτόμενος και έχων αυτήν την πεποίθησιν, ημέρας τινάς μετά το τρίτον κάκιωμα απέστειλε την θείαν του την Σταματίτσαν, την μόνην συγγενή του εις το χωρίον. — Τι πάθατε πάλι; ερωτά την Μιλάχρω μετά προσποιήσεως η Θεια- Σταματίτσα. — Δε μας κλαις, Χριστιανή μ! απήντησεν η Μιλάχρω.

Να μου φέρης τους παράδες που μούφαγες, γιατί θα σου βγάλω το ρημάδι σου στο σφυρί...»· Κ' έφυγε. Μούρθε ζάλη. κ' έχασα τον κόσμο, πήγα να σωριαστώ κάτω. «Εγώ σούφαγα παράδες;..» πήγα να του πω. Δεν μπόρεσα. Μου πιάστηκε η φωνή. Με πήρανε και με πήγανε στο σπίτι... Την περασμένη Κυριακή μούβγαλε το σπίτι στο σφυρί. Στους δρόμους μας πέταξε, να πεθάνωμε... Το παράπονο τον έπνιγε.

Πέθανεν από τον καϋμό της για την τρομερή συμφορά και με τούτα τα στερνά λόγια στα χείλη της: — Πιαστήκαμαν από λίγους παράδες, και πήρε ο νου σας αγέρα, παιδιά μου. Χαλασιές και φουρτούνες μας! Ποιος να τούξερε τι θα μας εύρισκε σήμερα, χαντακωμένα μου!

Ο δυστυχής ο φθισικός, όστις είχε σηκωθή μετά βίας από την κλίνην, και τον είχον καθίσει επί καναπέ, πλησίον του παραθύρου, εθεώρει τον χορόν, και ησθάνετο ηθικήν ευχαρίστησιν. — Αν δεν ηρχόμην εγώ απ' την Αμέρικα, έλεγε μέσα του, και δεν έφερνα αυτούς τους παράδες, όλ' αυτά θα έλειπαν . . . Γάμος μπορούσε να γείνη, αλλά θα ήτο πολύ πτωχικώτερος . . . και τέτοιος χορός δεν θα εγίνετο.

— Ε! καϋμένε, κυρ Βαγγέλη!... δεν είσαι και συ, κανένας μερακλής ...δεν σ' ακούσαμε καμμιά βραδυά να μας παίξης κ' εδώ τίποτα... Είνε καμπόσοι βιολιτζήδες τόσο μερακλήδες, που καλλίτερα παίζουν μονάχοι τους, όταν τους έρχεται το κέφι, παρά όταν τους δίνουν οι άλλοι παράδες.