Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Ένας σκαπανέας με τα μαλλιά του «σεϋμούρ» και έν' άλλο «παιδί», πολίτης, με το παλτό ριχμένο στην πλάτη και τη σταχτιά ρεμπούπλικα με τα δυο δάχτυλα -θλίψη στο κεφάλι πίσω, να παίρνη αέρα η αφέλεια, καθόντουσαν κοντά του στο μακρύ τον μπάγκο μπρος το τραπέζι, με τόνα χέρι στο ποτήρι, και λέγανε με σεκλέτι και μεράκι, κυττάζοντας ο ένας τον άλλονε στο στόμα: «. . . που είναι άσπρη και-αι παχειάαα !. . .» «Άιντε ρε και το σκότωσες!», είπε, καμμιά φορά, κόβοντας το βλαμάκη του, ο πιο τεχνίτης. . . Και μέσ' από το βόμβο που έκαναν τα τραγούδια κ’ οι κουβέντες, με τις γροθιές χτυπητές στα τραπέζια, και τα καπάκια των τεντζερέδων και τα μαχαιροπήρουνα, που τα ρίχνανε σωρό μες το θερμό, και το ψωμομάχαιρο πούκοβε τα πεντάρικα και τα δεκάρικα ψωμιά και τα μισοκάρβελα απάνω στη σανίδα, και των μουστερήδων οι παραγγελίες κ' οι φωνές των σερβιτόρων που ξεφώνιζαν απ’ την άλλη άκρη τη «μια στιφάδο !» και τη «μια πατάτες γιαχνί !» και το «ένα κουνουπίδι !» και «οι μαρίδες να γίνη ζωμόν!» και «πιάσε μία κούπα αποσταμένο», καθώς τόθελαν οι παλαιοί οι μερακλήδες, και τις «μισές» και τις «οκάδες» για τους κρασοπατέρες, ξεχώριζε κάθε λίγο, σαν του κόκκορα ο ψαλμός μέσ' απ’ τη χλαλοή του κοτετσίου, το διάτορο και καμπανιστό λιανοτράγουδο του κάπελα : «Πω-πω-πω ! μωρ' τ’ είν' ετούτη ! Βάζει δόντια του φαφούτη!. . .» Τι απλή που φαινόταν η ζωή, τι ζεστή και τι γλυκειά ανάμεσα σ' αυτούς τους αφελείς ανθρώπους ! Δεν ήπιατε ποτέ σας γάλα απ’ το βυζί της αγελάδας; Δεν ήπιατε ποτέ σας νερό απ' τη δασοκρήνη που σιγοκελαϊδεί μέσα στα πολυτρίχια ; Δεν καθήσατε στο ησκιερό κατώφλι, αποσταμένοι απ’ την ανηφοριά του δρόμου ; Κάτω απ'τον πεύκο δεν εγείρατε τον αγαθό, που απλώνει τα γέρικα του κλώνια με τις τρεμοβελόνες, τις ηλιοστάλαγες κι ανεμοτραγουδίστρες να σας περισκεπάση απ' το κακό του Κόσμου; Έτσι αισθάνεται όποιος περνάει απ’της ζωής αυτής το μονοπάτι.
Ένα τοσοδά δεντράκι και σε λίγα χρόνια φούντωσε και θέριεψε κι' αγκάλιασε τον αέρα και γέμισε πουλιά και τραγούδια και άπλωσε ήσκιους και δροσιές. — Λεβέντικο δέντρο!... έλεγε ο Πέτρος ο Βάγιας, σα γύριζε τα μάτια και την καμάρωνε. Λες και δυνάμωσαν τα σωθικά του απ' το ξανθό πιοτό, που το στραγγούν στις ρίζες του οι μερακλήδες. Και τώρα λες πως το τραβάει η καρδιά του.
Ο Βαγγέλης εφυλάχθη, προέτεινε το λαγούτο ως ασπίδα και η οργίλη γυνή δεν επρόλαβε να του καταφέρη άλλην. — Θέλησα να σου κάμω, μια πατινάδα, κυρά μου· μονάχη σου τo ζήτησες... είπες, γιατί να μην παίζω όταν είμαι μονάχος, όπως κάνουν οι μερακλήδες. — Εγώ σου είπα, με το λαγούτο να μην καταπιάνεσαι. Άπορον πώς είχε τόσην ετοιμότητα.
Καίτοι διαφόρων ηλικιών κ' επαγγελμάτων, ήσαν και οι πέντε μερακλήδες, και το είχαν στρώσει εκεί, ουδ' είχαν σκοπόν να υπάγουν να ψηφοφορήσωσιν. Ήθελαν να επιβάλουν τους όρους των και εις τα δύο διαμαχόμενα μέρη.
— Ε! καϋμένε, κυρ Βαγγέλη!... δεν είσαι και συ, κανένας μερακλής ...δεν σ' ακούσαμε καμμιά βραδυά να μας παίξης κ' εδώ τίποτα... Είνε καμπόσοι βιολιτζήδες τόσο μερακλήδες, που καλλίτερα παίζουν μονάχοι τους, όταν τους έρχεται το κέφι, παρά όταν τους δίνουν οι άλλοι παράδες.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν