Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025


Της φάνηκε τόσο παράξενο, σχεδόν σα να το γνώριζε από πριν πως θα περίμενε κει κι όλη την ώρα τα μάτια της δε φεύγανε από τη μικρή μορφή, που καθότανε στον μπάγκο της αποβάθρας με σκυφτό κεφάλι κι ώμους, σα να συλλογιζότανε.

Άργησα όμως τόσο πολύ σ' αυτή τη δουλιά, που ο Ιμάμης θύμωσε και βλέποντας, πως είμαι χριστιανός, φώναξε βοήθεια. Με πήγανε στον κατή, ο οποίος έβαλε να μου δώσουν εκατό ξυλιές μ' ένα πέταυρο στις πατούσες των ποδιών, και μ' έστειλε στα καταναγκαστικά έργα. Μ' αλυσσοδέσανε ακριβώς στην ίδια γαλέρα και στον ίδιο μπάγκο με τον κύριο βαρώνο.

Αφού μάλιστα η ιδέα προήρχετο από τον Μπάρμπα-Σταυρήν, ο Σπύρος ευρέθη μετ' ολίγον ευκόλως διευθυντής ενός ωραίου καφενείου εις την Βάθειαν, με μίαν μεγάλην λεύκαν εμπρός. «Εις την Λεύκα » με το όνομα. Ο νταμπής έψηνε τους καφέδες, ο σερβιτόρος τους εμοίραζε, και ο Σπύρος εκάθητο από το πρωί έως το βράδυ στον μπάγκο αναγινώσκων εφημερίδας και διαλεγόμενος περί εκλογών.

Όσο μπορούσε, βοηθούσε τους χωργιανούς με τας συμβουλάς του· και ήτανε τότε γλυκός, πράος, γιατί ήξερε πως με την υπομονή μόνον θα ωφελούσε. Το κελλί του το είχε καθαρό, όσο μπορούσε. Είχε το μπάγκο του και τα σύνεργα της δουλιάς του, σουβλιά και καλαπόδια και όταν είχε δουλιά, έφτιανε καινούργια, ή εμπάλωνε παλιά παπούτζια και σαν δεν είχε δουλιά, εδιάβαζε.

Ένα πρωί ο Άνθιμος, μετά τη λειτουργιά, επήγε στο κελλί του κ' εκάθισε στο μπάγκο του, να μπαλώση κάτι παπούτζια του φίλου και αγαπημένου του, του Σταυράκη του περιβολάρη. Είχε κάμη ο Σταυράκης στρατιώτης πολλά χρόνια, ύστερα πήγε στο Μοναστήρι κ' έγεινε κηπουρός.

Ο Άνθιμος ήταν σκυμμένος στο μπάγκο του, ενώ κοντά του ο αγαπημένος του γάτος, η μόνη του συντροφιά, συμμαζωμένος, ερουθούνιζε. — Καλημέρα, πάτερ Άνθιμε. — Καλό στο Σταυράκη· κάθησε. — Θα φύω γλήγορα, είπεν ο Σταυράκης, γιατί έχω πότισμα· μόνον ήρθα κάτι να σου πω για το μαστρογούμενο! — Τι είνε πάλι; — Μ' έχει να με χαλάση, μπρε παιδί, για τον ψήφο μου. — Πώς μαθές; αρώτηξεν ο καλόγηρος.

Αληθινά, είπε στον Κακαμπό, αν δεν είχα ιδεί με τα μάτια μου να κρεμάνε το δόχτορα Παγγλώσση κι' αν δεν είχα τη δυστυχία να σκοτώσω το βαρώνο, θα πίστευα, πως είναι αυτοί, που τραβούνε κουπί μέσα σ' αυτή τη γαλέρα. Μόλις ακούσανε τα ονόματα Παγγλώσσης και βαρώνος, οι δυο κατάδικοι βγάλανε μεγάλο ξεφωνητό, σταματήσανε πάνω στον μπάγκο τους, αφήνοντας τα κουπιά τους να πέσουνε.

Οσάκις δε εγίνετο λόγος περί εργασιών ή θέσεων έλεγε προς τον Μπάρμπα-Σταυρήν, όστις συχνά τον επεσκέπτετο. — Ωχ, αδερφέ, βαρέθηκα να κάθωμαι από το πρωί ως το βράδυ εδώ στον μπάγκο. Επόπτης εις την σταφίδα. Εκείνη η εργασία μου αρέσει. Γλυκεία, σταφιδένια θεσούλα. Μα που θα μου πάη. Δεν θα τον ρίξουν τον γέρω καμμιά φορά... Ας παρεπονείτο ο Σπύρος. Έτσι το έκαμνε.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν