United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' όταν η αρμάδα έγεινε άφαντη, τότε το έμαθαν, κ' εγύρισαν πίσου στο νησί μας, για να θάψουν το Νικοτσάρα, που πέθανε κρατώντας με τα χέρια τ' άντερά του για να μη χυθούν, με τα δόντια την ψυχή του διά να μη φύγη. Κ' ήρθαν και τον έθαψαν, κάτου στο Λεχούνι, κοντά στην άμμο, στο γιαλό, και τότες του βγάλανε και τραγούδι.

Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. Σαν ξαναγυρίσω τα ξαναλέμε. Με την ώρα μπήκε κι' ο καπετάν Βεκίλης. Ψηλός, γεμάτος, ηλιοκαμμένος με τα στιβάλια ως τα γόνατα. — Παπά μου, ώρα να του δίνουμε. Οι στερηές βγάλανε αέρα. Είμαστε απίκου, να σαλπάρωμε. Ύστερα γύρισε και καλησπέρισε τον κόσμο. — Καλησπέρα σας και σας αφίνομε γεια. — Κάτι βιαστικά, καπετάνιο; — Ο καιρός ορίζει. Σηκωθήκανε όλοι στο ποδάρι.

Τόμορφο κορίτσι το πήρε μαράζι. Έκλαιγε, έκλαιγε κρυφά απ' τον κόσμο κ' έλυωνε σαν το κερί. Κι' όλο έλυωνε, ως που μια μέρα έκλεισε τα ματάκια με τα μεγάλα ματόκλαδα, και δεν τάνοιξε πια. Ο κόσμος έκλαψε τον άδικο χαμό της κ' οι τραγουδιστάδες της βγάλανε τραγούδι.

Αληθινά, είπε στον Κακαμπό, αν δεν είχα ιδεί με τα μάτια μου να κρεμάνε το δόχτορα Παγγλώσση κι' αν δεν είχα τη δυστυχία να σκοτώσω το βαρώνο, θα πίστευα, πως είναι αυτοί, που τραβούνε κουπί μέσα σ' αυτή τη γαλέρα. Μόλις ακούσανε τα ονόματα Παγγλώσσης και βαρώνος, οι δυο κατάδικοι βγάλανε μεγάλο ξεφωνητό, σταματήσανε πάνω στον μπάγκο τους, αφήνοντας τα κουπιά τους να πέσουνε.

Κι' ως τότε ο Ήλιος π' άγγιζε τα μεσουράνια απάνου, έβρισκαν κι' απ' τους διο οι ρηξές κι' ισόπεφτε τ' ασκέρι· μα όταν το πίσω πήρε πια στρατί για να ξεζέψει, τότες πια τέλος άγραφα νικήσανε οι Αργίτες 780 κι' έσυραν όξω το νεκρό απ' τις ρηξές, και πήγαν πέρα μακριά και τ' άρματα του βγάλανε οχ τους ώμους. Όρμησε πάλι ο Πάτροκλος να πετσοκόψει Τρώες.

Τιμή μου που και δεύτερη φορά μου δίνεται η ευκαιρία να βάλω τόνομά μου πλάι στο δικό του. Στα 1916 τα Αλεξαντριανά «Γράμματα» βγάλανε μια σύντομη και δυσκολόβρετη σήμερα μελέτη μου με τον τίτλο «ΙΔΑΣ», και να που και τώρα, σε μένα μοιραία πέφτει ο κλήρος να βγάλω το επιμνημόσυνο βιβλίο του.

Μια μέρα, εκεί που περπατούσε κορδωμένος, κυττάζοντας τον ήλιο, γλύστρησε κάπου, παραπάτησε, σαλεύτηκε απάνω στα ποδαράκια του κ' έπεσε κάτω στα βράχια. Πήγανε και τον βγάλανε σκοτωμένο, με το μεγάλο κούτελο ματωμένο, με τα κοκκαλάκια του σπασμένα. Τον βάλανε απάνω σ' ένα σανίδι και τον σηκώσανε να τον πάνε στο σπίτι του.

Η αστυνομία, που καταπιάσθηκε ανακρίσεις, άμα βγάλανε τον πνιγμένο στη στερηά, δεν ξεκαθάρισε και πολλά πράμματα. Οι γιατροί, που τον σχίσανε στο νεκροταφείο, δεν βρήκανε καμμία αιτία απάνω του, ούτε λαβωματιά, ούτε χτύπημα, ούτε άλλο σημάδι κανένα. Είπανε πως πνίγηκε, καθαρά και ξάστερα. Απ' τις μαρτυρίες των ανθρώπων, που δώκανε ανάκριση, δε βγήκε τίποτε παραπάνω.

Τους άφησα μαζωμένου, στην αυλή του εργοστάσιου να παρηγορούνε τις γυναίκες τω σκοτωμένωνε, που τρέξανε στο φοβερό μήνημα και δέρνουνται και ξεμαλλιάζουνται απάνου στις καμένες σάρκες, που βγάλανε οι άλλοι εργάτες από τις χαλασμένες μηχανές. Γίνεται κ. Φιντή ένα κακό, ένα κακό . . .Εγώ προσπάθησα να τους ησυχάσω μα δεν το κατώρθωσα. Έτρεξα να σας τα προφτάσω αυτά, για να τα ξέρετε πριν πάτε κει.

Έτσι άψε σβύσε τέλιωσε όλη η δουλιά, τι αμέσως φέρανε κιόλας τα εφτά τριπόδια πούχε τάξει, τα δώδεδα άτια, κι' είκοσι λεβέτια γανωμένα, κι' εφτά γυναίκες βγάλανελαμπρές, ψιλοδουλέφτρες245 κι' όγδοη η κρινομάγουλη περπάταε Βρισοπούλα. Κι' αφού ο Δυσσέας έζιασε χρυσό κομμάτια δέκα κινάει, και πάγαιναν μαζί τα δώρα οι άλλοι αρχόντοι.