United States or Syria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και δεν είτανε μονάχα η Ευρωπαϊκή μας η μεριά που έπαθε από βαρβάρους παρά κ' η Ασιατική, και μάλιστα στον ίδιο χρόνο μέσα . Πλήθος Ούννοι από τις γειτονιές της Κασπίας κατέβηκαν ως τη Μεσοποταμία και φέρανε ρήμαξη και σφαγή στα μέρη εκείνα.

ΚΡΕΟΥΣΑ Η πόλις σ' αφιέρωσε, ή δούλο σ' αγοράσανε; ΙΩΝ Ετούτο ξέρω μοναχά: δουλεύω το Λοξία. ΚΡΕΟΥΣΑ Όσο για 'μένα, αισθάνομαι συμπάθεια σε σένα. ΙΩΝ Ίσως γιατί δεν γνώρισα και μάννα και πατέρα. ΚΡΕΟΥΣΑ Μένεις σε τούτο το ναό, ή κατοικείς σε σπίτι; ΙΩΝ Δικός μου είν' όλος ο ναός κι' όπου νυστάζω πέφτω. . . ΚΡΕΟΥΣΑ Σε φέρανε μικρό παιδί, ή νέος έχεις έλθη;

Και τράβηξε κατά την κάμαρή της, σαν άνθρωπος που πήρε μια μεγάλη, μα πικρή απόφασι Την άλλη μέρα το σπίτι του παπά ήτανε άνω-κάτω. Η Αννίτσα είχε χαθή από το σπίτι. Αργότερα τους φέρανε τα μαντάτα πως την είχε κλέψει ο αγαπητικός της, ένα ώμορφο ξανθό παλληκάρι που δούλευε στο αντικρινό γιαπί.

Κάτου ως τόσο, στα Χριστιανικά τα λημέρια, θρήνους και κλάματα πάλε, πάλε ξεφωνήματα και στηθοδαρμούς οι γυναίκες, λύσσα και ξεφρένιασμα οι άντρες, σανε φέρανε του Δημήτρη το κεφάλι ματοκυλισμένο, χωματιασμένο, αγνώριστο από τις λαβωματιές που αποδέχτηκε κατρακυλώντας τα καταράχια. Σηκώθηκε η θλιμμένη η συντροφιά από το σπίτι του Γιάννη και τράβηξαν όλοι στης κερά Φρόσως.

Ένα μονάχα που παρατηρήθηκε ας αναφερθή, η μεγάλη σημασία που δίνεται εκεί μέσα στις παρθενικές χάρες, χαραχτηριστικά που οι χριστιανικοί εκείνοι αιώνες το φέρανε στη Δύση κατόπι και ριζώθηκε το μεσαιωνικό το ρομάντσο.

Είχαν περάσει πολλά χρόνια που δεν κάμαμε αυτόν το δρόμο, χρόνια που φέρανε καλά και κακά, χρόνια που μας χωρίσανε και χρόνια που μας ξανασμίξανε.

Είτανε σα να έλειπε μακριά κ' έβλεπε κει κάτω όλα όσα είταν ωραία και φαιδρά στη γις και τα νοσταλγούσε κ' αιστανότανε πως δεν είτανε πια γι' αυτόν. Ακκουμπούσε μόνο το κεφάλι του στον ώμο του μπαμπά. Κ' έπειτα τονέ φέρανε πάλι μέσα στο κρεββάτι του. Η μαμά τον ξάπλωσε κει και του έσιαξε τα μαξιλάρια. — Δεν είταν ωραία, Σβεν; — Ω ναι, μόνο πως δεν μπορούσα ακόμα. Μα γλήγορα θα γίνω πάλι καλά.

Ο βασιλιάς φίλησε τρυφερά τους δυο τυχοδιώχτες. Ήταν έξοχο θέαμα η αναχώρησή τους και ο μεγαλοπρεπής τρόπος με τον οποίον υψωθήκανε αυτοί και τα πρόβατά τους πάνου από τα βουνά. Οι φυσικοί τους αποχαιρετίσανε, αφού τους φέρανε σε μέρος ασφαλισμένο κι' ο Αγαθούλης δεν είχε πια άλλη επιθυμία κι' άλλη σκέψι από το να πάη να προσφέρη τα πρόβατά του στη δεσποινίδα Κυνεγόνδη.

Έτσι άψε σβύσε τέλιωσε όλη η δουλιά, τι αμέσως φέρανε κιόλας τα εφτά τριπόδια πούχε τάξει, τα δώδεδα άτια, κι' είκοσι λεβέτια γανωμένα, κι' εφτά γυναίκες βγάλανελαμπρές, ψιλοδουλέφτρες245 κι' όγδοη η κρινομάγουλη περπάταε Βρισοπούλα. Κι' αφού ο Δυσσέας έζιασε χρυσό κομμάτια δέκα κινάει, και πάγαιναν μαζί τα δώρα οι άλλοι αρχόντοι.

Μπορεί να τονε στέλνει μια μέρα με καμάρι και με περηφάνεια εκεί που ποτίζεται η γης από αίμα, και φυτρώνουν έθνη. Ένα κακό, που άλλες δασκάλισσες από τις μαννάδες ο τόπος δεν έχει! Βρήκανε μια στα παλιά τα χρόνια οι καλοί χωριανοί. Από την Ελλάδα τη φέρανε. Μελπομένη τη λέγανε. Χίλιες μόδες έφερε μαζί της, ξελάγιασε τα κορίτσια, χάλασε και την ομορφιά τους.