Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025
Όμως τα μάτια του παρακολουθούσαν τη μητέρα κι όταν εκείνη έβγαινε όξω για να είναι μόνη, όπως το έκανε συχνά, όταν αιστανότανε πως δεν μπορούσε να μας κοιτάζη περσότερο και να μας μιλή, τότε ο Ούλοφ συνήθιζε να πηγαίνη σιγά στην πόρτα και να στέκη ώρα εκεί και νακροάζεται.
Αιστανότανε μιαν ήρεμη, παράξενη μητρική χαρά εκεί που ακολουθούσε τη γεννητική ανάπτυξη των πνευματικών αυτών τέκνων μου κι όμως τα ζηλοτυπούσε, γιατί νόμιζε πως γεμίζουνε τη σκέψη μου σε βαθμό που να παραμερίζουν εκεί μέσα αυτή την ίδια, το σπίτι, τα παιδιά κι όλα όσα έδινε η ζωή.
Έτσι αιστανότανε και γύρισε και με κοίταξε και δεν μπορούσα να της δώσω καμιά παρηγοριά. Γιατί στοχαζόμουνα πόσο κακά έκαμα να μην ακούσω τη φωνή της προαίστησής μου και να λυτρώσω και τους δυο μας από το να δούμε τα ερείπια της ευτυχίας μας. Μα δεν είχα την καρδιά να το πω κι άρπαξα το μπράτσο της και προχωρήσαμε στο νησί μακρήτερα.
Και ρωτούσα τον εαυτό μου: Γιατί; Γνώριζα πως δεν μπορούσα ποτέ να τη ρωτήσω γι' αυτό. Γιατί θα μου αγκάλιαζε το λαιμό με τα χέρια της και θα μου έλεγε: «Ω, δε μου έχεις κάμει ποτέ άλλο από καλό!» Νόμιζα πως άκουγα το φανατισμό της φωνής της, όταν έλεγε αυτά τα λόγια. Ναι, ήξερα πως έτσι θαπαντούσε κ' ήξερα πως όλα όσα έλεγε τα αιστανότανε αληθινά. Η ιδέα όμως αυτή δε με ησύχαζε.
Ωστόσο εκείνα που μου είπε για την αγάπη της σε μας αρχίσανε λίγο λίγο να διώχνουνε μέσα στη σκέψη μου όλα τάλλα, που μαρτυρούσανε τον πόθο να πεθάνη, έναν πόθο που της είχε καταντήσει σχεδόν απόφαση. Την έβλεπα ναγωνίζεται μεταξύ εκείνου, που αιστανότανε για μας τους τρεις, που ζούσαμε ακόμα, και του θολού πόθου, που την έσερνε σε κείνον που χάθηκε.
Σπασμωδικά έπιασε ο ένας το χέρι του αλλουνού και τα δάκρυά μας τρέξανε όχι από πόνο, μα από χαρά που ξανακούσαμε τη φωνή της. Από τη στιγμή αυτή ήξερε πως καθόμαστε κει. Από τη στιγμή αυτή κάθε μορφασμός, κάθε κίνηση είταν κ' ένας αποχαιρετισμός. Όταν άκουγε τη φωνή μας, άνοιγε τα βλέφαρα σαν το Σβεν μια φορά, και μπορέσαμε κ' είδαμε πως μας γνώριζε κ' αιστανότανε τα χάδια μας.
Μπορούσε να μ' αγαπά γιατί — σα να μου είτανε δυνατό νακολουθώ τους στοχασμούς της, που είτανε χωρισμένοι από τους δικούς μου — μου φαινότανε πως τη βασάνισα χωρίς τη θέλησή μου και μου φαινότανε πως το αιστανότανε κι αυτή, αν και προτήτερα δεν ήθελα να το πιστέψω πως το αιστάνεται. Μα στο ρώτημα αυτό δεν έμελλε να μου δοθή απάντηση.
Είτανε σα να έλειπε μακριά κ' έβλεπε κει κάτω όλα όσα είταν ωραία και φαιδρά στη γις και τα νοσταλγούσε κ' αιστανότανε πως δεν είτανε πια γι' αυτόν. Ακκουμπούσε μόνο το κεφάλι του στον ώμο του μπαμπά. Κ' έπειτα τονέ φέρανε πάλι μέσα στο κρεββάτι του. Η μαμά τον ξάπλωσε κει και του έσιαξε τα μαξιλάρια. — Δεν είταν ωραία, Σβεν; — Ω ναι, μόνο πως δεν μπορούσα ακόμα. Μα γλήγορα θα γίνω πάλι καλά.
Νομίζω πως κ' η γυναίκα μου, ένα διάστημα τουλάχιστο, μοιραζότανε το αίστημά μου. Γιατί από κείνη χυνότανε αυτός ο αδιάκοπος χείμαρρος της ευδαιμονίας. Είχε γυρίσει αλήθεια στη ζωή, αιστανότανε τον εαυτό της καλά, ζούσε κάτω από μεγάλα παλιά δέντρα και μέσα σ' ένα πλήθος λουλουδιών. Είχε όλους μας τριγύρω της και τίποτε δεν ενοχλούσε τη γαλήνη της.
Είμαστε όλοι ένα σύνολο γι' αυτή κι από αυτού πήγαζε ο πόνος της· αιστανότανε πως δε θα μπορούσε να φιλιώση ποτέ τις αντίμαχες δύναμες, που παλεύανε για την ψυχή της. Τα έβλεπα όλα αυτά. Τα έβλεπα όλον τον καιρό που βάσταξε ένα ταξίδι, που σχεδόν τη βίασα να κάμουμε, για να τη φέρω έξω στον ήλιο και στη θάλασσα και να της δώσω νέες εντύπωσες από τη ζωή. Δε θα λησμονήσω ποτέ αυτό το ταξίδι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν