Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Δοκιμάσαμε να μιλήσουμε γι' άλλα πράματα, όμως είμουνα τόσο κυριεμένος από τη σκέψη για το παιδί αυτό, ώστε δεν είχα διάθεση γι' άλλο τίποτε. — Δε συλλογίστηκες ποτέ ένα πράμα, είπα. Τον Ούλοφ μπορώ και τον φαντάζουμαι μεγάλον, ηλικιωμένον άντρα. Και το Σβάντε το ίδιο. Είναι τόσο διαφορετικοί! Ωστόσο μπορώ και τους βλέπω και τους δυο μεγαλωμένους.

Ποτέ δε θα λησμονήσω με τι βλέμμα άρρητης απελπισίας αγκάλιασε και κείνη το παιδί και το κοίταζε στα μάτια. — Τηλεγράφησες του Ούλοφ; μου είπε. Της είπα ναι με το νέμα και την είδα πως έσκυψε πάλι στο Σβάντε και τον έσφιξε στο στήθος της. Σπρωγμένος από ένα ξαφνικό ένστιχτο, σηκώθηκα και βγήκα όξω κι άφησα τη γυναίκα μου μόνη με το γερό παιδί της και με το ετοιμοθάνατο.

Μια μέρα όμως δεν ξέρω πως κατέβηκε του Ούλοφ να του πη πως έχει μακριά μαλλιά σαν κορίτσι. Αυτό το είχε ακούσει ο Σβεν και πριν, μα δεν τον έννοιασε. Τώρα όμως ο μεγάλος αδερφός πρόστεσε: — Μα δεν πηγαίνει πια, αφού έχεις αρρεβωνιαστικιά. Κι αυτό έκαμε βαθειά εντύπωση του Σβεν. Από την ημέρα αυτή δεν έπαψε να τυραννή τη μαμά για τα μαλλιά του. — Θέλω να έχω τα μαλλιά σαν τάλλα αγόρια, έλεγε.

Δεν το πιστεύω να έζησε άλλη φορά ο Σβεν μια τόσο ξεχωριστή ζωή μαζί με τη μητέρα του, όπως αυτό το καλοκαίρι, ή μπορεί κιόλα να μην έλαβα εγώ άλλη φορά την ευκαιρία να την παρακολουθήσω τόσο κατά βάθος. Μπορεί ακόμα να είταν αφορμή και το πως για πρώτη φορά αυτό το καλοκαίρι δεν είχαμε μαζί το μεγάλο αγόρι μας. Γιατί ο Ούλοφ έπρεπε να ταξιδέψη στα βορινά μέρη για να συνηθίση να μένη μόνος.

Ο Ούλοφ γελούσε εννοείται με το μικρό αδερφό και προσπαθούσε να τον πείση πως ένας αληθινός άντρας δε σκοτίζεται πολύ με τα κορίτσια. Κι ο Σβάντε, που στο σημείο αυτό είχε λιγότερο καθαρή τη συνείδηση, ήθελε να πειράζη το μικρό αδερφό λέγοντάς του πως είναι μικρός ακόμα. Ο Σβεν στενοχωρεμένος έτρεχε στη μαμά.

Όμως τα μάτια του παρακολουθούσαν τη μητέρα κι όταν εκείνη έβγαινε όξω για να είναι μόνη, όπως το έκανε συχνά, όταν αιστανότανε πως δεν μπορούσε να μας κοιτάζη περσότερο και να μας μιλή, τότε ο Ούλοφ συνήθιζε να πηγαίνη σιγά στην πόρτα και να στέκη ώρα εκεί και νακροάζεται.

Κ' είδα πως αποχαιρετούσε πάλι, μα όχι με τον ίδιον τρόπο καθώς λίγες ώρες προτήτερα. Την άλλη μέρα θα πήγαινε στην κλινική. Μα όταν ξύπνησα το πρωί, ο Ούλοφ είταν καθισμένος στη μεγάλη πολυθρόνα αντικρυνά στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας. — Είσαι πολλή ώρα εδώ; τονέ ρώτησα ξαφνισμένος. — Ναι, απάντησε μονοσύλλαβα.

Τότε του φάνηκε πως είδε τον μπαμπά και τη μαμά, τον Ούλοφ και το Σβάντε, τις δυο υπηρέτριες κι άλλους ακόμα. Φωνάζανε ο ένας δυνατότερα από τον άλλον, ο ένας εδώ κι ο άλλος εκεί. Ο Σβεν δεν μπόρεσε να δη από πού ήρθανε.

Μα το παιδί με κράτησε: — Γιατί ρουχαλίζει έτσι η μαμά; είπε. Κοκκίνησε, σα να είπε κάτι που δεν έπρεπε, και δοκίμασε να γελάση χωρίς να το κατωρθώση. — Έτσι ακούγεται η πνοή του ανθρώπου όταν πεθαίνη, είπα. Το παιδί δεν έβαλε τα κλάματα. Κούνησε μόνο το κεφάλι και κοίταξε αλλού. — Το περίμενε όπως και γω, συλλογίστηκα. Και την ίδια στιγμή είδα πόσο μικρός και πόσο μεγάλος είταν ο Ούλοφ.

Περιμέναμε τόση ώρα εδώ, μουρμούριζε ο Ούλοφ. Πού είσαστε; — Διαβάζαμε το βιβλίο του πατέρα, απαντούσε η μαμά. — Δεν μπορούσατε να περιμείνετε να φάμε πρώτα; — Όχι, δεν μπορούσαμε. — Θα είναι αστείο βιβλίο, έλεγε ο Ούλοφ. Μα ο Σβάντε, που δεν ήξερε να συλλαβίση ακόμα, έπαιρνε στην προστασία του το άγνωστο βιβλίο του πατέρα και, όπως πάντα, έμπαινε η μητέρα στη μέση κ' ησύχαζε τα ταραγμένα νερά.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν