Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
Τι φτειάνεις εκεί κάτω; Τάβαλες πάλε με κανένα δάσκαλο; Σου βγήκε πάλε στη μέση το Χατζηδουλάκι του Κόντου, ή ξετρύπωσε άξαφνα κανένα άγνωστο Νεροποντίκι από μέσα από τις λάσπες; Καμιά φορά μου στέλνουν και μένα οι βρεκεκεξιάρηδες κάτι φυλλάδες που σε χτυπούν. Εγώ τους το είπα· δε μου αρέσουν αφτά. Να κοπιάζης μέρα νύχτα για μας και να σε λεν τέτοιες αηδίες, δεν ταιριάζει κ' είναι ντροπή.
Μα ο νους μας σε ξεφάντωμα και σε χαρές δεν είναι, Μον βλέποντας βαρύ κακό φοβούμαστε, αρχηγέ μου, και τρέμουμε· τι είναι άγνωστο: θα μας σωθούν τα πλοία, 230 ή θα χαθούνε, εξόν εσύ κοντάρι αν ξαναπιάσεις.
Ο Τσουαναντόνι, καθισμένος κάτω από την πέργολα μπροστά στην καλύβα, έπαιζε το ακορντεόν και ολοτρόγυρα το μονότονο μοτίβο απλωνόταν σαν ένα πέπλο ύπνου πάνω από τον ερημωμένο τόπο. Βλέποντας τον άγνωστο άντρα να προχωράει σκυμμένος για να ρίξει μια ματι μέσα στο καλύβι, το αγόρι σταμάτησε να παίζει το ακορντεόν και το γλυκό βλέμμα του έγινε απειλητικό. «Τι θέλετε;»
Επάγωσε οχ το φόβο του, και τώπεσε η ασπίδα, Και μες τη λίμνη απόθεσε την παντοχή και ελπίδα, 470 Του Καλαμιότη οι Ποντικοί το κάμωμα θωρόντας, Στους Μπακακάδες ώρμησαν περσότερο θαρρόντας. Και τους μαζόνουν ομπροστά μ' αλλαλαγμό και κρότο, Κατόπι κυνηγόντας τους 'χτόν ύστερ ως τον πρώτο. Μον 'ς των στρατιότων τ' άγνωστο δειλό ανακατωμά τους 475 Ο Νερορρούφας έφτακε τρεχάτα από κοντά τους.
Πάντα ένοιωσα μέσα μου κάτι σαν ξάφνισμα, πάντα είχα το αίστημα πως όλα όσα ζούσα είτανε μόνο κατά το μισό πραγματικότητα, πάντα η τάση μου είταν από κείνο που υπήρχε προς εκείνο που έμελλε να έρθη, προς το άγνωστο. Πάντα ονειρεύτηκα την ευτυχία μου κ' η ευτυχία δε μου παρουσιάστηκε ποτέ μ' άλλη μορφή από την οικογενειακή.
Μου είναι άγνωστο αν ο κ. Γιαννόπουλος άλλαξε γνώμη . Θα συλλογίστηκε ωςτόσο αλλιώς για μερικά πράματα, που του φαίνουνταν τότες αληθινά. Μας το δείχνουνε, μας ταποδείχνουνε τα ιστορικά μας, πως κάθε γλώσσα μορφώνεται μοναχή της, και μας ταποδείχνουνε με τρόπο που και να θέλη κανείς, δεν μπορεί να πη το ενάντιο κι αναγκάζεται να το πιστέψη.
Όταν έμεινε μόνος ξάπλωσε στην ψάθα, αλλά, παρά τη μεγάλη του κούραση, δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Είχε την εντύπωση ότι οι τυφλοί είχαν ξαπλώσει εκεί δίπλα του και ότι τριγύρω και έξω, μέσα στα σκοτάδια, απλωνόταν ένα άγνωστο χωριό.
Εκείνη ανασήκωσε το κεφάλι, είδε τον άγνωστο και άρχισε να τον παρατηρεί με μάτια που πετούσαν σπίθες και το βιβλίο έτρεμε στα χέρια της. «Λοιπόν, ναι, εγώ είμαι, κυρά μου! Γύρισα. Ο περιπλανώμενος γύρισε. Τι έχετε να πείτε, ντόνα Έστερ; Πώς πάει η υγεία;» «Έφις! Έφις! Έφις!», ψέλλιζε εκείνη. «Εγώ είμαι, ο Έφις! Δεν βλέπετε καλά, ντόνα Έστερ, και φοράτε γυαλιά;» «Εσύ είσαι, Έφις! Κάθισε.
«Αντίνοε, τάχα ηξεύρομεν, ή άγνωστο μας είναι, πότ' έρχεται ο Τηλέμαχος απ' την αμμώδη Πύλο; με το καράβι μ' έφυγε, και το 'χω ανάγκη τώρα, να διαβώ 'ς την Ήλιδα, που δώδεκα φοράδες 635 μου βόσκουν, κ' έχουν 'ς το βυζί φιλόπονα μουλάρια αδάμαστα• και θα 'παιρνα κανένα να δαμάσω».
Είδες; εκείνος ο στρατός τρανός, ανδρείος, αρχηγόν έχει τρυφερό βασιλοπαίδι, 'πού, ως τον ανάφτει θεϊκή φιλοδοξία, τ' άγνωστο τέλος αψηφά, και ό,τι έχ' η φύσις φθαρτόν, αβέβαιο, το προβάλλ' εις όσα η τύχη, ο κίνδυνος τολμούν και ο θάνατος· και μόνον δι' έν' αυγόφλουδο!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν