United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι ποντικοί συνελθόντες εκ της εκπλήξεως ήρχιζον ήδη ν' αμύνωνται κρατερώς, αναρριχώμενοι και προσηλούμενοι ως βδέλλαι επί των νώτων των μολοσσών, οίτινες εξηκολούθουν μεν να σπαράττωσι τους περί αυτούς, αλλά μάτην ηγωνίζοντο ν' αποτινάξωσι τους επικαθημένους. Ολόκληρον το σώμα τινών εκ των σκύλων εκαλύπτετο υπό ποντικών ως προ μικρού ο νεκρός του ίππου, και άδηλος απέβαινεν η έκβασις της μάχης.

Σύντομα, μας έσυραν απάνου σε βάρκα, μας έφεραν κάμποσο διάστημα μεσοθαλασσής, όπου είχαν έτοιμο καραβιού παλαιό σκαφίδι σαρακιασμένο, γδυμένο, δίχως άρμενα, δίχως σχοινιά, δίχως κατάρτι· ως και οι ποντικοί το είχαν αφήσει από φυσικό φόβο· αυτού μας έστησαν να φωνάζουμε της θάλασσας, που εμούγκριζε κατά μας, να στενάζουμε των ανέμων, οπού, σπλαχνικά αντιστενάζοντας, με την αγάπη τους άλλο δεν έκαναν ειμή να μας πειράξουν.

Ούτε καπνός, σημείον ζωής παρήγορον, αλλ' ούτε και λαλιά μαρτύριον οικισμού ανθρώπων. Παρά τας τεθραυσμένας των οικιών θυροσανίδας εφύτρωσαν αγριοσυκαί, τας ηρειπωμένας κλίμακας απέφραξαν αι μολόχαι και τα ακανθωτά ζοχάρια, μόλις δε από των λίθων και των χωμάτων, με τα οποία τα χαλάσματα αποφράττουσι τους δρομίσκους της δύνανται να διέλθωσιν οι όφεις και οι άγριοι ποντικοί.

Θεια Μυγδαλίτσα, άιντε ν' ανάψης τα κανδήλια και τα κηριά. Δεν έχουμε στάλα λάδι. — Δεν έχουν τα λαδικά; ηρώτησεν η θεια Μυγδαλίτσα, ήτις εσυγυρίζετο πλέον να εισέλθη εις τον ναόν. — Τώφαγαν τα ποντίκια, απήντησεν ο ποιμήν. — Κακομοίριδες ανθρωπινοί ποντικοί! — Τι εμείς; Νά, τα ποντίκια!

Στου Βασιλιά την κατοικιά να παν μικροί μεγάλοι 225 Ν' ακούσουν την απόφασι, και τι 'χε να προβάλη Για του υγιού το σκοτωμό, που κείτονταν στο κύμα Με καταφρόνεσι πολλή χωρίς ταφή και μνήμα. Ότι αρχινούσεν η αυγή για να γλυκοχαράζη, Της θύραις της ανατολής με ρόδα να σκεπάζη, 230 Και στην αυλή του Βασιλιά σε πλήθος συνασμένοι, Οι Ποντικοί καρτέρηγαν περίλυποι, θλιμμένοι.

Τα τείχη του πύργου είχον σχασθή άνωθεν έως κάτω, ως υπό κεραυνού· πολλά δωμάτια ήσαν ακατοίκητα, πολλαί θύραι άνευ φύλλων, πολλά παράθυρα άνευ θριγκών, ταλαντευόμενα πενθίμως εις το κενόν. Το σαράκι υπέσκαπτε νυχθημερόν τα ξύλα του, οι ποντικοί τα θεμέλιά του, η βροχή τα κονιάματά του. Ολόκληρος ο πύργος ήτο σιωπηλός και ψυχρός· έκλινεν εις την φθοράν, όπως παν ό,τι αφεθή εις την τύχην του.

Ούτοι έσπευσαν να κλείσωσι το δίφρακτον, δι' ου είχεν εισαχθή το πτώμα, συγχρόνως δε ν' ανοίξωσι τας οπάς του τοίχου, δι' ου έμελλον να εισπηδήσωσιν εις το στάδιον οι αναμενόμενοι ιπποφάγοι, ελκυόμενοι υπό της οσμής του παρατεθέντος αυτοίς μεγαλοπρεπούς συμποσίου. Οι πρώτοι εμφανισθέντες ποντικοί ήσαν εν αρχή ολίγοι και εφαίνοντο δυσπιστούντες και κάπως δειλοί.

Πλείστους εκ τούτων έπνιξαν και τους λοιπούς έτρεψαν εις επαίσχυντον φυγήν, μετ' ολίγον δε απέβη αναμφισβήτητον, ότι από κυνηγουμένων μετεβλήθησαν εις φοβερούς γατοδιώκτας οι ποντικοί.

Οι ποντικοί σκάβουνσκάβουνε τα γέρικα θεμέλια, γεννοβολούν και σκάβουνε τους τοίχους, χωρίς να σκεφτούν πως αύριο θα πέση απάνω τους το χτίριο.

Μετά τινα δε λεπτά ολόκληρος, άνευ του ελαχίστου κενού, η επίφάνεια του ευρυτάτου εκείνου περιβόλου εκαλύπτετο υπό εμψύχου και αεικίνητου τάπητος παρδαλοχρόου, διότι τα ζώα ταύτα διεκρίνοντο ου μόνον διά του αναστήματος αλλά και διά του χρώματος την ποικιλίαν. Υπήρχον ποντικοί ολόμαυροι, καστανοί, ξανθοί, ορφνοί, μολυβδόχροοι καί τινες λευκοί, ίσως εκ των γηρατειών.