United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πώς το έκαμες αυτό; Δεν είχες προσταγήν μας... ΚΟΡΝ. Πώς εις το Δούβρον; — Άφες τον ν' αποκριθή εις τούτο. ΓΛΟΣΤ. Δεμένον χειροπόδαρα μ' έχετ' εδώ! Κτυπάτε! ΡΕΓ. 'Σ το Δούβρον πώς τον έστειλες και διατί; ΓΛΟΣΤ. Διότι δεν ήθελα με τ' άσπλαγχνα τα 'νύχια σου να βλέπω να ξερριζώνης τα πτωχά, τα γέρικά του 'μάτια!

Κατόπι όμως αυτά. Είπαμε κάτι για τα συστήματά του. Πάντα γέρικα είταν κι ασκητικά. Πάντα σπουδή και μελέτη. Θεολογία, νόμος, μουσική, αρχιτεχτονική, φιλοσοφία, όλα τα κάτεχε. Κατά τα τέλη της ζωής του όμως, και μάλιστα ύστερ' από το μεγάλο θανατικό του έχτου αιώνα, είχε καταντήσει ακόμα πιο μοναχικός, πιο τραβηγμένος.

Ο γέρος ο βασιλιάς, προβοδίζοντάς τον, τον φίλησε στο κούτελο και του είπε: — Ο Θεός μαζί σου. Κι' όταν γυρίσης όπως θέλει ο Θεός, με τα γέρικα τα χέρια μου θα βγάλω την κορώνα απ' το κεφάλι μου να τη φορέσω στο δικό σου. Γιατί έτσι μου τη φόρεσε κ' εμένανε ο πατέρας μου. ...Δυο χρόνια πολεμούσε το βασιλόπουλο και δυο χρόνια οι μαντατοφόροι του πολέμου φέρνανε τα μαντάτα της παλικαριάς του.

Σαν πέρασαν τα κλάματα κ' οι ραβδιές, άλλο πια δεν άκουγε ο Παυλής παρά τα γέρικα τα μουρμουρητά από μπρος, πουλιά και τζιτζίκους στα δέντρα, πετεινούς κι ορνίθια στη γειτονιά, και τα περονομάχαιρα που χτυπούσανε στρώνοντας το τραπέζι στη μεγάλη την κάμαρα. Φωνάζει άξαφνα ο νωνός του, που γυρίζει μέσα στον ήλιο.

Καμμιά φωνή δεν αποκρινότανε τώρα σαν τις άλλες φορές στους στοχασμούς του. Οι έγνοιες του είχανε πεθάνει κι' αυτές. Και του ήρθε φόβος. Ξανάκαμε το σταυρό του και καθώς δεν τον βαστούσανε πια τα πόδια, έγυρε και ξαπλώθηκε χάμου, σα ζαλισμένος. Τα γέρικα στήθια του ανεβοκατεβαίνανε, σαν να τα τάραζε φουρτούνα, το κεφάλι του σάλευε, το άσπρο κεφάλι, σ' ένα μυρολόγι παράξενο χωρίς δάκρυα.

Ο Νόμος σου ο αυστηρός ας κόψη ολίγον πριν της ώρας των τα γέρικά μου χρόνια. ΠΡΙΓΚΗΨ Δι' άνθρωπον ενάρετον και άγιον σε είχα. Τι άλλο έχει να ειπή ο δούλος του Ρωμαίου; ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ Εις τον αυθέντην μου εγώ της Ιουλιέτας είπα τον θάνατον. Την Μάντουαν παραίτησεν αμέσως κ' ήλθεν εδώ βιαστικός, 'ς αυτόν εδώ τον τάφον.

Τράβηξα στο σπίτι, στη γρηά. Μην τα ρωτάς ύστερα... Πήρε ένα βαρύν αναστεναγμό. Ο σύντροφός του τον κύτταζε στα μάτια. Τα δυο γέρικα κεφάλια κόντευαν να τρακάρουν. — Τέτοια ώρα τέτοια λόγια, ξαναείπε. — Γιατί δεν την έπαιρνες, Δημητρό, να τελείωσης; — Γιατί, λέει; Ούτε το διάβολο ναπαντήσης ούτε το σταυρό σου να κάνης. «Το Μοσχαδώ σ' αγαπάει.

Ο Μίμης δεν ήρθε- -Η Λιόλια πήγαινε πιο πίσω με τη θεια Ελέγκω, που τα γέρικα της μάτια είχανε γίνει σαν κόκκινες σταφίδες απ’ τα κλάματα για τη Βεργινίτσα της που την είχε σαν παιδί της. Δε σηκώνει το χέρι της να βοηθήση σε τίποτα.

Η αθεράπευτη πληγή της πατρικής κατάρας να καταφάγη σύρριζα την ύπαρξίν σου όλην! — Πτωχά μου ’μάτια γέρικα, αν κλαίετε ακόμη, σας ξερριζώνω μόνος μου να σας πετάξω κάτωτο χώμα, να ζυμώσετε με δάκρυα την λάσπην! — Καλά, καλά! Μου έμεινε ακόμη μία κόρη.

Οι ποντικοί σκάβουνσκάβουνε τα γέρικα θεμέλια, γεννοβολούν και σκάβουνε τους τοίχους, χωρίς να σκεφτούν πως αύριο θα πέση απάνω τους το χτίριο.