United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα αν δεν πειστεί στα λόγια μου κι' αψήφιστα σ' ακούσει, ας λογαριάσει κι' ας σκεφτεί πως, δυνατός κι' αν είναι, δεν έχει να μ' αντισταθεί σαν πιάσω αστροπελέκι και του ρηχτώ, τι εγώ θαρρώ πολύ είμαι ανότερός του 165 και πριν στα χρόνια· ωστόσο αφτός σαν ίσος μου να βγαίνει λες δε δειλιάζει, εμένανε που με φοβάνται κι' άλλοι

Μα αφτός δεν έχει διο μιαλά, μήτε ποτές του θάχει· για κείνο που μου φαίνεται θαν το χαρεί μια μέρα. Μον έμπα τώρα, αντράδερφε, και πάρε να καθήσεις κοντά μου εδώ, τι σ' έπνιξαν εσένα πρώτα οι κόποι 355 απ' τ' Αλεξάντρου τ' άδικα κι' εμένανε της σκύλας, που μάβρη μοίρα ο ουρανός μάς έχει φυλαγμένα, έτσι που πάντα κι' οι στερνοί να μας θυμάντε αθρώποι

Ο γέρος ο βασιλιάς, προβοδίζοντάς τον, τον φίλησε στο κούτελο και του είπε: — Ο Θεός μαζί σου. Κι' όταν γυρίσης όπως θέλει ο Θεός, με τα γέρικα τα χέρια μου θα βγάλω την κορώνα απ' το κεφάλι μου να τη φορέσω στο δικό σου. Γιατί έτσι μου τη φόρεσε κ' εμένανε ο πατέρας μου. ...Δυο χρόνια πολεμούσε το βασιλόπουλο και δυο χρόνια οι μαντατοφόροι του πολέμου φέρνανε τα μαντάτα της παλικαριάς του.

Τον ίδρωτα σπογγίζει, Και πάλι ορθός τα θλιβερά τα λόγια του αρχίζει: — Τη μέρα εκείνη, ο άμοιρος, πώς την θυμούμαι ακόμα! Σε πόσους τη μολόγησε το γέρικό μου στόμα!.. Τον άγριον τότε Αλή πασά τα Γιάννινα βαστούσαν, Πουτη βαρειά φοβέρα του κ' οι κλέφταις προσκυνούσαν. Ήμουν μικρός, πολύ μικρός. Αγνάντιατην Καστρίτσα Ο κόμος 'πανηγύριζε. Η μάνα μου η Ζωίτσα Πήρε κ' εμένανε μαζύ.

Για ταντί! μου λέει άγρια, Το κατάλαβες πως μας έγινες φόρτωμα; Με πήρε το παράπονοΕγώ σας έγινα φόρτωμα; του κάνω. Εγώ; — Εσύ μαθές. Που μπαίνεις εδώ μέσα, σαν να μπαίνης στο ρημάδι σου, κι' ούτε ρωτάς κανένα. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλιΣτο βιος μου μέσα μπαίνω. Στου πατέρα μου το βιος, του λέω. Και με κλωτσάς σαν το σκυλί; Εμένανε κλωτσάς;

Μα και σ' αυτή τη θάλασσα γίνονταν πολλά περίεργα· οι άγκυρες δηλαδή, άμα δοκιμάζανε να τις σηκώσουν, εμένανε στον πάτο και τα κουπιά εσπάζανε, μόλις εκάνανε να τραβήξουν και δελφίνια, πηδώντας από τη θάλασσα και χτυπώντες με τις ουρές τους τα καράβια, έλυναν τους αρμούς· ακουότανε και κάποιος ήχος σουραυλιού από τον αψηλό βράχο, που ήτανε στην τσίμα του κάβου· μα δεν εγήτευε σαν σουραύλι παρά ετρόμαζεν όσους τον ακούανε, σαν σάλπιγγα.