United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά 'πε, και ο χοιροβοσκός, άμ' άκουσε τον λόγο, σιμά του επήγε κ' είπε του με λόγια πτερωμένα• «Ξένε, ο Τηλέμαχος αυτά σου δίδει και σου λέγει 350 να τριγυρνάς ζητεύοντας προς όλους τους μνηστήραις, και λέγει ότ' είν' η εντροπή κακήτον ψωμοζήτη». Τότε ο πολύγνωμοςαυτόν απάντησε Οδυσσέας• «Ω Δία, τον Τηλέμαχον υπερευτύχισέ μου, και όλα να γείνουν όσ' αυτός εις την ψυχή του θέλει». 355

Θαύμασε αυτή κ' εγύρισετο δώμα, ότι τον λόγον του τέκνου της τον φρόνιμον εδέχθητην καρδία. 355 και με ταις κόραις έφθασε 'ς τ' ανώγι, αυτού να κλαίη πικρά τον Οδυσσέα της, ως ότου γλυκόν ύπνοτα βλέφαρά της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.

Γιατί τ' Ατρέα τώρα ο γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους, 355 μεγάλο μούκανε άδικο· γιατί με βιά μού πήρε κι' έχει τη νια μου που πρεσβιό μούχε ο στρατός χαρίσειΕίπε θρηνώντας, κι' άκουσε τα λόγια η κυρά μάννα, πούταν στα βάθια του γιαλού στου γέρου της πατέρα, και βγήκε σαν αντάρα εφτύς απ' το ψαρύ το κύμα και στο πλεβρό του κάθησε.

Έπειτα σηκώθη απάνου ο Πάρης, 354 της ροδοζύμωτης Λενιός ο ζηλεμένος άντρας. 355 Αφτός γυρνάει και τ' απαντά διο φτερωμένα λόγια «Αντήνορα, όσα τώρα λες δεν είναι φίλου λόγια· σου ξέρει κι' άλλη πιο καλή να κόψει ο νους σου γνώμη.

Δεν είχε ο λόγος τελειωθή, και ως έστρεψε την όψι το πλοίον είδ' ο Αμφίνομος μες τον βαθύ λιμένα, και οπού μαζόναν τα πανιά, κ' έπιαναν τα κουπία. από καρδιάς εγέλασε, και των συντρόφων είπε• «Το μήνυμα τι θέλουμεν; ιδέ τους οπ' εμπήκαν• 355 ή κάποιος από τους θεούς τους το 'πε, ή το καράβι 'που προσπερνούσ' είδαν αυτοί και δεν το καταφθάσαν».

Έτσι είπε και την έστειλε, σαν που κι' αφτή ποθούσε. Κι' όμια με λάκρα οργιόφτερη τρανόφωνη, οχ τα ύψη 350 κάτου πετάει μέσα απ' το φως την ώρα που οι Αργίτες παντού στον κάμπο τ' άρματα φορούσαν του πολέμου. Κι' έσταξε αθάνατο νερό μες στ' Αχιλιά τα στήθια, που πείνα πια κακόριστη να μην τον τρεμοβλάψει, απέ στ' ακίνητου γονιού ξανά το στέριο πύργο 355 φέβγει,

Τότες τον αγριοκοίταξε κι' απάντησε ο Δυσσέας «Τι λόγο σού ξεστόμισαν, τ' Ατρέα γιε, τα χείλια; 350 Πώς τάχα λες αναμελάω τη μάχη; Σα μετρούνε τις σπάθες τους οι Δαναοί με των οχτρών τις σπάθες, θα δεις, αν θες κι' αποθυμάς, τον ξακουστό Δυσσέα τους πρώτους να καταπιαστεί των αλογάδων Τρώων στήθος με στήθος... Μον εσύ πετάς χαμένα λόγια355

Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμηεκείνον αποκρίθη· «Ακριβέ ξένεότι κανείς των ξένων από πέρα 350 συνετός τόσο και ακριβόςτο δώμα μου δεν ήλθε, τόσ' είναι σύνεσις πολλή και σκέψις 'ς ό,τι λέγεις,— τώρ' έχω εγώ γερόντισσαν, γνώσιν και νουν γεμάτην, αυτήν, 'που γλυκανάστησε τον άμοιρον εκείνον, και απ' της μητρός του την κοιλιά τα χέρια της τον πιάσαν· 355 αυτή, και ας είναι αδύναμη, τα πόδια θα σου νίψη.

Τότες του λέει ο Έχτορας, και τούβγαινε η ψυχή του 355 «Τι σου προσπέφτω που καλά σε ξέρω; Ποιός θα πείσει τέτιο θεριό; Τι σίδερο σούναι η καρδιά στα στήθια. Θυμήσου με όμως, τι στοιχιό μια μέρα θα σου γίνω, την ώρα που του Δία ο γιος κι' ο Πάρης θα σε σφάζουν εκεί στο Ζερβοπόρτι ομπρός, κιας είσαι παλικάρι360

Είπε' τον άκουσ' η ιερή του Τηλεμάχου ανδρεία, και παρευθύς προσφώνησεν εγγύθε τον πατέρα· 355 «Κρατήσου, μη με το σπαθί τον άπταιστον πληγώσης· τον κήρυκα τον Μέδοντα θα σώσουμεν ακόμη, οπού μ' επρόσεχε παιδίτο σπίτι μας μ' αγάπη, εξ' αν αυτόν ο Εύμαιος εφόνευσ' ή ο βουκόλος, ή αν, όταν τρικύμιζεςτο δώμ', εμπρός σου ευρέθη». 360