United States or Togo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι σκοποί στην άκρη της πλώρης, έτοιμοι ήσαν να πιαστούν μαλλιά με μαλλιά. Οι ναύτες τρέχαν από πρύμη σε πλώρη μη ξεύροντας τι γυρεύουν, βλαστημώντας χωρίς να ξεύρουν ποιόν και γιατί. Άλλοι εγύρευαν τις βάρκες να ρίξουν στη θάλασσα και για βάρκες έπιαναν τις κουπαστές. Ο Κράπας εγύριζε σαν το άλογο στο αλώνι, σέρνοντας πίσω του μία γούμενα με την ελπίδα πως ήταν το σεντούκι του.

Έτσι τους έχουμε ακουστά και των παλιών αρχόντων τους μύθους, σαν τους έπιαναν θυμοί πεισματωμένοι· 525 με λόγια τους μαλάκωνες, τους γύρναες με περκάλια. Θυμάμαι μια ιστορία εγώπολύ παλιά, όχι τώραπώς έγινε, και θα την πω να δείτε, αδρέφια, εδώ όλοι.

Και τη Χλόη θα την ξαναϊδώ το καλοκαίρι, αφού καθώς φαίνεται δεν ήτανε γραφτό να την ιδώ το χειμώνα. Αφού εστοχάστηκε κάτι τέτοια κ' εμάζεψε το κυνήγι, ξεκίνησε να φύγη. Μα σαν να τον ψυχοπόνεσεν ο Έρωτας γίνονται τούτα: 7. Εβάνανε να φάνε ο Δρύαντας κ' οι δικοί του· εμοιράζονταν τα κρέατα· έβαναν ψωμί στο τραπέζι έπιαναν κρασί.

Πού θα πάη; Όπου και αν έφευγε, θα τον έπιαναν μίαν ημέραν.

Σα να μην έσωνε το κακό της φωτιάς, έμπαινε κι ο λαός όπου έβρισκε κι άρπαζε. Οι φρονιμώτεροι πάλε κ' οι πλουσιώτεροι έπιαναν αυτοί καΐκια και περνούσανε στην Ασιατική τη μεριά. Αληθινή κόλαση.

Κάθε χρόνο χρόνο κι απόνα διάταγμα τους έβγαζε. Από τα 380 ως τα 394 λες και σαν κανόνια έπεφταν οι νόμοι του απάνω στους κακόμοιρους τους αλλόδοξους. Άλλος πάλε, ακόμα πιο τυραννικώτερος νόμος, μήτε να λειτουργούνται δεν τους άφινε, παρά τους κήρυττε σα να λέμε αφορισμένους. Τέλος μήτε οι διαθήκες τους δεν έπιαναν, κ' είχανε δεν είχανε γίνουνταν Ορθόδοξοι.

Προχωρώντας- προχωρώντας οι Τούρκοι μπήκαν και στην Αγιά-Σοφιά, κι’ άρχισαν να πιάνουν και να σκλαβόνουν όσους είταν μέσα, και να αρπάζουν όλα τα πολύτιμα στολίδια της Μεγάλης Εκκλησιάς, και και τη στιγμή, που θα έπιαναν και τον λειτουργό τον Παπά, που δεν είχε τελειώσει ακόμα τα γράμματα της λειτουργιάς, άνοιξε μια θυροπούλα από την ζερβιά τη μεριά προς τον Γαλατά, που είταν σιδηροκλεισμένη, κι’ έφυγε απ’ εκεί με το δισκοπότηρο στα χέρια, για να μην πέση η άγια &Κοινωνιά& στα τούρκικα τα χέρια, κι’ η θυροπούλα ματάκλεισε σαν που είταν πρώτα, κι’ ως τα σήμερα προσπαθούν οι Τούρκοι να την ανοίξουν, αλλά δε μπορούν.

Τι λες να είνε; ηρώτησεν εν αδημονία το Λιαλιώ. — Χωρίς άλλο θα είνε για μας, απήντησεν ο νέος. — Βγήκαν να μας κυνηγήσουν; — Εμάς γυρεύουν, χωρίς αμφιβολία. — Και τι μεγάλη βάρκα είνε αυτή; — Αυτή είνε σκαμπαβία, με πολλά κουπιά, που κόβει δρόμο. — Ώστε αν είμασταν μπροστά εκεί, θα μας έπιαναν; — Αυτοί έχουν πλώρη το Τραχήλι. Σε λίγο θα μας έφταναν, αν είχαμε κάμει δρόμο προς τα εκεί.

Τι να κάμουν; ο τόπος τους δεν έδινε πια ψωμί κ' έπρεπε να το ζητήσουν στα ξένα. Το περίεργο είνε που ό,τι δουλειά έπιαναν στα χέρια τους ήταν πρώτοι και καλήτεροι. Οι αφεντάδες που τους έβλεπαν τόσο προκομμένους έκαναν το θάμμα τους. — Τι διάβολο! τους έλεγαν τόσο καλοί δουλευτάδες και να πεινάτε στον τόπο σας!

Ακόμα λίγη ώρα, και ζύγωναν, και τους έπιαναν όλους τους κακόμοιρους τους νησιώτες. — Τράβα κατά το γιαλό, φωνάζει ο Παναγής. Ίσια στο γιαλό! Έτσι μπορεί να τσακώσουμε καμιά βάρκα. Κατεβήκανε στο γιαλό. Πατείς με πατώ σε όπου τύχαινε βάρκα. Ανέβαιναν ως τα μεσούρανα οι φωνές. — Μωρ' αυτή η δουλειά δε θα βγη πέρα έτσι, λέει της Μαριώς ο Παναγής.