United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποιους ζευγάδες; ρωτάει ο Παναγής σαστισμένος. — Αυτούς που θα τονε σπείρουν τον Κωσταντίνο σου, μωρέ κούκκο! Έτσι μονάχα φυτρώνουνε Βασιλόπουλα δίχως να σπείρης αίμα; Άνοιξε τότες ο ουρανός και του έδειξε την αλήθεια του Παναγή Καλογιάννη. Χρόνια το προφήτευε πως θα φυτρώση ο Κωσταντίνος, μα παρέκει ο νους του δεν πήγαινε. — Καλά, έρχουμαι, του λέει.

Είταν ανιψιός ενός Ηγουμένου ο Παναγής. Και σ' αυτόν τον Ηγούμενο χρωστά τη μεγαλήτερή του την παραξενιά, που στάθηκε, καθώς θα δούμε κατόπι, κ' η μεγαλήτερη αρετή του. Η παραξενιά του είταν που ένα πράμα είχε παντού και πάντα στο νου του, κι άλλο δεν έλεγε παρ' αυτό: «Θα μας ξαναφυτρώση πάλι ο Κωσταντίνος» ώσπου κατάντησε να τονε βλέπη ο κόσμος, και να του φωνάζη, «θα μας φυτρώση ο Κωσταντίνος».

Σαν το θεριό που μια κι απογευτή ανθρώπινο αίμα, παίρνει τα βουνά και τα δάση να ξαναβρή τέτοιο θύμα, έτσι γύριζε τώρα κι ο Παναγής μέσα στη θάλασσα. Κανένας δεν τον ήξερε πού βρισκότανε. Παντού ξεφύτρωνε, παντού πολεμούσε. Δεκατέσσερεις μήνες τον είχανε για χαμένο, κι ο πεθερός του, κι όλο το σπιτικό.

Ώρες ώρες ερχότανε στα συλλογικά του, και γύριζε κ' έβλεπε μια τη Μαριώ και μια τον πατέρα της, σα να τονε ρωτούσε αν έπρεπε να τη βλέπη με τέτοια χάλια. Σαν ξημέρωσε, άρχισε ο Παναγής να συνεφέρνη λιγάκι. Στέλλει τότες ο Καραθανάσης και φωνάζει τον Παπά. Έρχεται ο Παπάς, κοιτάζει τον άρρωστο, και τοιμάζει τη Μετάληψη. — Απάνω στη Βλόγηση, Παπά μου, κάνει ο γέρος, του δίνεις και τη Μετάληψη.

Αλλ' όταν, κατά το έθος του τόπου ετελέσθησαν τα μβασίδια, και εισήχθη διά πρώτην φοράν ο γαμβρός εις το σπίτι, ο νέος είδε την αρραβωνιαστικήν την οποίαν του είχον προορίσει, είδε και την μικροτέραν αδελφήν της, την Μαργαρώ. Η καλύπτρα, φευ! προ πολλού είχε καταργηθή εις τα ήθη μας. Ο Παναγής δεν ηθέλησε την Λείαν, την Ελενιώ, αλλ' ηθέλησε την Ραχήλ, την Μαργαρώ.

Πρέπει να είταν ως δώδεκα χρονών ορφανό ο Παναγής όταν τον πήρε ο θειος του στο μοναστήρι να τον προκόψη. Ο πάτερ Παΐσιος είταν καθώς είπαμε Ηγούμενος, μα ήξερε κι από κόσμο. Έκαμε στη Ρουσία σαν είτανε νέος. Κατόπι ταξίδευε και σ' άλλα μέρη και ψάρευε «Φίλους». Τώρα με την ποδάγρα του σύχαζε ο γέρος στο μοναστήρι, κι ό,τι έβγαινε από το χέρι του τόκαμνε, πότε με γραφές, πότε με τα λόγια.

Το Βυζάντιο είχε μια δοξασμένη αρχή κ' ένα δοξασμένο τέλος. Με τέτοιο όνομα, ποιος το ξέρει α δε θα ξαναρχίσουμε καινούρια ζωή. Κι αυτά λέγοντας, θυμήθηκα την ιστορία του Παναγή Καλογιάννη. Αυτή την ιστορία έρχουμαι τώρα να σας δηγηθώ, με τον ορισμό σας. Ο Παναγής Καλογιάννης είταν καλός δουλευτής στον Αγώνα. Του κάκου ζήτησα τόνομά του στην Ιστορία. Πουθενά δεν το διάβασα.

Τρεις μέρες στη βάρκα, και το αίμα να τρέχη, κι όλο να τρέχη! Απέραντη αράδα σταλαματιές, από τα Μοσκοννήσια ως τα Ψαρά! Αχ, και να μπορούσε να τηνε δη αυτή την κόκκινη την αράδα ο Κωσταντίνος, όταν ταξιδεύη καμιά μέρα στο πέλαγό του! Και πλάγιασε ο Παναγής Καλογιάννης, κι έπεσε σε μεγάλο βύθο, κι άρχισε να παραλαλή. Όλη τη νύχτα είτανε στο πόδι οι δικοί του.

Ο Παναγής τώρα τόλπιζε πως θα τον αφήση ο Καραθανάσης να παντρευτή, και του φανέρωσε πάλι μια μέρα τη λαχτάρα του. — Θα μου πης πως τον έχουμε πια τώρα τον Κωσταντάκη, του λέει ο Καραθανάσης, μ' ας κάμουμε άλλο ένα ταξίδι, και βλέπουμε. Πηγαίνει τότες ο Παναγής στη γριά την πεθερά του, και της λέει·Κατάλαβα· ο γέρος θέλει να με ψήση στη φωτιά πρώτα. Φιλώ λοιπόν το χέρι σου, και μισεύω.

Ήρθανε στα Ψαρά, χώρισε ο Παναγής από τον Καπετάν Βάγλη, και συντροφεύει με τον Καραθανάση. Ο Καραθανάσης είχε δυο αγαπημένα πράματα στον κόσμο. Την πατρίδα του, και την κόρη του. Σκοπός του είτανε ν' αρραβωνιάση τον Παναγή και με τις δυο, κι αυτό έκαμε. Στην αρχή φαίνεται πως ο Παναγής από τις δυο τις αρραβωνιαστικές πιώτερο αγάπησε τη Μαριώ, νόστιμη Ψαριανούλα. Και γύρευε κιόλας και παντρειά.