United States or Niger ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο κακομοίρης ήλθε κ' εκέρωσεν αμέσως. Τα κύματα μας άρπαξαν πλεια την σκούνα από τα χέρια μας. Η θάλασσα την έκαμε ξέρα κ' έμπαινε κ' έβγαινεν ελεύθερα. Ύστερ' από τα τόσα τινάγματα, που έτριξαν τα παΐδια της, η σκούνα έγειρε με την μια μπάντα. Τότες πλεια όλοι τα χρειασθήκαμε. Σπάζει η ράντα της μπούμας, κάτω η γάμπιες κουρέλια.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'. Σκηνογραφία της Γαλιλαίας Η κοιλάς του Ιορδάνου και η Τιβεριάς Θάλασσα. — Καλλονή της Γεννησαρέτ. — Η τοπογραφία. — Η σημερινή ερήμωσις και η αρχαία Πολυανθρωπία. — Η προφητεία του Ησαΐου. — Η διδασκαλία του Χριστού. — Τοποθεσία της Καπερναούμ.

Τρεις μέρες μετά ο Έφις γύρισε και για να μην πληρώσει το ναύλο για το άλογο φορτώθηκε στην πλάτη το δισάκι και ξεκίνησε με τα πόδια. Ο καιρός είχε δροσίσει: από τα βουνά του Νούορο κατέβαινε το αεράκι των δασών και έτρεχε έτρεχε πάνω στη χλόη κατά μήκος του ποταμού και έμοιαζε να θέλει να κατέβει μαζί του στη θάλασσα.

Ακριβώς δε απεδείχθη άπαξ έτι τι σημαίνει διά την άμυναν των ελληνικών χωρών η θάλασσα και εδικαιώθη το λόγιον του μεγάλου Περικλέους: «Μέγα το της θαλάσσης κράτος». Κατά τον οπωσούν μακρόν τούτον πλουν ο Ηράκλειος έδειξε το πρώτον την αρετήν του ως βασιλέως και ως αρχιστρατήγου.

Ας υποθέσουμε μάλιστα, σα θέλετε, πως μπορεί άξαφνα και να μείνουνε σαν του Chenier τους στίχους. Τι κέρδισα; Τόνομά το πιο μεγάλο που μπορεί να βγη σ' έναν αιώνα μέσα, κι αφτό θα χαθή σε μια θάλασσα, που κάθε κύμα σου φωνάζει άλλα ονόματα πιο μεγάλα ή μεγάλα σαν κι αφτό. Ωκεανός μια τέτοια φιλολογία! Κι ο ίδιος ο Chenier τι είναι; Δε βροντά, μουρμουρίζει μόνο τόνομά του.

Ο άνεμος ελαττούμενος πρό τινος είχεν εντελώς κοπάσει. Η θάλασσα ήτο ακίνητος. — Να σταθούμε λίγο να φάμε, όσο να πάρη το μαϊστραλάκι; Ηρώτησεν ο κυρ- Δημάκης, Ο καπετάν-Παρμάκης επεδοκίμασε την πρότασιν, και διηύθυνε την λέμβον προς την νησίδα, του αλιέως κωπηλατούντος, ενώ αυτός καταβιβάσας εδίπλωνε τα ιστίον, άχρηστον πλέον, θα ήτο δειλινόν.

Έκλεισε τα μάτια και τράβηξε το χράμι επάνω στο κεφάλι του. Και να που ξαναβρέθηκε επάνω στο τοιχάκι του μικρού κτήματος. Τα καλάμια μουρμούριζαν, η Λία και ο Τζατσίντο κάθονταν σιωπηλοί μπροστά στην καλύβα και κοίταζαν προς τη θάλασσα. Του φάνηκε πως αποκοιμήθηκε. Ξαφνικά όμως τινάχτηκε, είχε την αίσθηση ότι γκρεμιζόταν από το τοιχάκι. Είχε πέσει από την άλλη μεριά, στην κοιλάδα του θανάτου.

Ο γέρω-Αρνάκιας, ο βοσκός, ένας τόσος δα ανθρωπάκος, βλέπων από του ύψους, από τον Άγιον Ιωάννην του Κάστρου, όπου είχε τα προβατάκια του, μίαν προκύπτουσαν προς την θάλασσαν σκιάν, αρχίζουσαν από έν τριγωνικόν οξυκόρυφον κάλυμμα και απολήγουσαν εις δύο γυμνάς κνήμας, έλεγε κάμνων τον σταυρόν του: — Ως και την θάλασσα την δεκατίζει αυτός ο δεκατιστής!

Καθώς αρμένιζαν γι' άγνωστα μέρη, ο Τριστάνος πάλαιβε σαν λυκόπουλο πιασμένο στη παγίδα. Μα αυτή η αλήθεια έχει αποδειχθή, και την ξέρουν όλοι οι ναυτικοί: πώς η θάλασσα οργίζεται τα άπιστα καράβια, και δεν βοηθάει ούτε της αρπαγές ούτε της προδοσίες. Σηκώθηκε λοιπόν μανιασμένη, σκέπασε το καράβι με σκοτάδια, κι' οχτώ μέρες κι' οχτώ νύχτες τώφερνε δω ή εκεί, στην τύχη.

Τι πειράζει πού και σε τι μέρος βρίσκεται κανένας, άμα βρίσκεις την ψυχή; Αντίς άξαφνα κανένας να πάη στη Νάξο, νανεβή απάνω στο βουνό, να κοιτάζη από κει πέρα τη θάλασσα, τον κάμπο, και να τα περιγράψη όλα, κάλλια να καθήση κανείς, που να πούμε, μέσα στην ψυχή του αθρώπου κι από κει, από την ψυχή του, να κοιτάζη θάλασσα, κάμπο, βουνά, κι αφτά να περιγράφη.